3,241,255
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτύον''': τό, ([[πτύω]]) [[πτυάριον]] χρήσιμον εἰς λίκμησιν, Λατ. vannus δι’ οὗ ὁ [[σῖτος]] κατὰ τὸ ἁλώνισμα λικμίζεται, Ἰλ. Ν. 588 (ἐν τῇ ποιητ. γεν. πτυόφιν), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 208, Σοφ. Ἀποσπ. 930, Θεόκρ. 7. 156· πρβλ. [[λικμός]], [[λικμάω]]· - μνημονεύεται καὶ ὁ [[τύπος]] [[πτέον]] ὡς [[Ἀττικός]], Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 948. 19, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 321. - Ἐκ τοῦ [[πτύον]] ἐγένετο τὸ δίπτυον, «δίπτυον· Κύπριοι [[μέτρον]], οἱ δὲ τὸ [[ἡμιμέδιμνον]]» Ἡσύχ. ἐν λ. δίπτυον. | |lstext='''πτύον''': τό, ([[πτύω]]) [[πτυάριον]] χρήσιμον εἰς λίκμησιν, Λατ. vannus δι’ οὗ ὁ [[σῖτος]] κατὰ τὸ ἁλώνισμα λικμίζεται, Ἰλ. Ν. 588 (ἐν τῇ ποιητ. γεν. πτυόφιν), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 208, Σοφ. Ἀποσπ. 930, Θεόκρ. 7. 156· πρβλ. [[λικμός]], [[λικμάω]]· - μνημονεύεται καὶ ὁ [[τύπος]] [[πτέον]] ὡς [[Ἀττικός]], Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 948. 19, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 321. - Ἐκ τοῦ [[πτύον]] ἐγένετο τὸ δίπτυον, «δίπτυον· Κύπριοι [[μέτρον]], οἱ δὲ τὸ [[ἡμιμέδιμνον]]» Ἡσύχ. ἐν λ. δίπτυον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τὸ) ; <i>gén.-dat. épq.</i> πτυόφιν;<br />pelle à vanner ; van.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. hypoth. cf. <i>lat.</i> purus, la pelle à vanner servant aussi à nettoyer le grain. | |||
}} | }} |