Anonymous

προσοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσοικοδομέω''': οἰκοδομῶ, [[κτίζω]] [[προσέτι]], πρ. [[[τεῖχος]]], [[κτίζω]] ἕτερον [[τεῖχος]], Θουκ. 2. 76· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας… μεῖζον [[μῆκος]], οἰκοδομήσας πρόσθετον [[μῆκος]] εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγορᾶς, δηλ. αὐξήσας τὸ [[μῆκος]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 6. 54, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 79· μεταφορ., [[ἄλλο]] τε [[εἶδος]]... προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, ἐσχημάτιζον, ἔπλαττον [[ὡσαύτως]], Πλάτ. Τίμ. 69C, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 2· πρ. [[πάθη]] μεγάλα τῇ λύπῃ Πλούτ. 2. 168Α.
|lstext='''προσοικοδομέω''': οἰκοδομῶ, [[κτίζω]] [[προσέτι]], πρ. [[[τεῖχος]]], [[κτίζω]] ἕτερον [[τεῖχος]], Θουκ. 2. 76· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας… μεῖζον [[μῆκος]], οἰκοδομήσας πρόσθετον [[μῆκος]] εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγορᾶς, δηλ. αὐξήσας τὸ [[μῆκος]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 6. 54, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 79· μεταφορ., [[ἄλλο]] τε [[εἶδος]]... προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, ἐσχημάτιζον, ἔπλαττον [[ὡσαύτως]], Πλάτ. Τίμ. 69C, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 2· πρ. [[πάθη]] μεγάλα τῇ λύπῃ Πλούτ. 2. 168Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> construire auprès : [[τί]] τινι élever une construction près d’une autre;<br /><b>2</b> construire en outre, <i>fig.</i> ajouter : [[τί]] τινι une ch. à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκοδομέω]].
}}
}}