Anonymous

ῥαβδίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾱβδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ῥάβδος]], μικρὰ [[ῥάβδος]] ἢ [[κλαδίσκος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, β· τὸ τοῦ Ἑρμοῦ [[κηρύκειον]], Βαβρ. 117. 9, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 12· ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι, ἐπὶ ἵππων, Στράβ. 828. 2) ῥαβδία, πλοκαμίσκοι τινὲς περὶ τὸ [[στόμα]] ἰχθύων τινῶν, δι’ ὧν οὗτοι ἀγρεύουσι μικροτέρους ἰχθῦς, [[εἶτα]] ῥαβδεύεται τοῖς ἐν τῷ στόματι, ἃ καλοῦσιν οἱ ἁλιεῖς ῥαβδία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 5. 3) καρφίς τις ἐκ σιδήρου ἢ ὀξὺ [[σιδήριον]] οὗ χρῆσιν ἐποιοῦντο ἐν τῇ ἐγκαυστικῇ τέχνῃ, Λατ. veruculum, Πλουτ. 2. 568Α, πρβλ. Ἀθήν. 687Β. ΙΙ. = [[ἅλιμος]], [[θάμνος]] [[ὅμοιος]] ῥάμνῳ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 1. 120.
|lstext='''ῥᾱβδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ῥάβδος]], μικρὰ [[ῥάβδος]] ἢ [[κλαδίσκος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, β· τὸ τοῦ Ἑρμοῦ [[κηρύκειον]], Βαβρ. 117. 9, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 12· ἀπὸ ῥαβδίου οἰακίζεσθαι, ἐπὶ ἵππων, Στράβ. 828. 2) ῥαβδία, πλοκαμίσκοι τινὲς περὶ τὸ [[στόμα]] ἰχθύων τινῶν, δι’ ὧν οὗτοι ἀγρεύουσι μικροτέρους ἰχθῦς, [[εἶτα]] ῥαβδεύεται τοῖς ἐν τῷ στόματι, ἃ καλοῦσιν οἱ ἁλιεῖς ῥαβδία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 5. 3) καρφίς τις ἐκ σιδήρου ἢ ὀξὺ [[σιδήριον]] οὗ χρῆσιν ἐποιοῦντο ἐν τῇ ἐγκαυστικῇ τέχνῃ, Λατ. veruculum, Πλουτ. 2. 568Α, πρβλ. Ἀθήν. 687Β. ΙΙ. = [[ἅλιμος]], [[θάμνος]] [[ὅμοιος]] ῥάμνῳ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 1. 120.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite baguette, <i>particul.</i> caducée d’Hermès;<br /><b>2</b> petite tige de fer pour étendre de l’encaustique sur les tableaux.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ῥάβδος]].
}}
}}