Anonymous

ῥίψ: Difference between revisions

From LSJ
294 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥίψ''': ῥῑπός, ἡ, (παρὰ μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβ. Παραλ. 114)· - [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων ἢ βούρλων, καλαμωτή, ψάθα, Λατ. crates, φράξε δέ μιν [[[σχεδίην]]] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος [[εἶλαρ]] [[ἔμεν]], «πλέγμασι ψιαθώδεσι ..., οἰσυΐνῃσι δέ, τοῖς τῆς ἰτέας κλάδοις» (Σχόλ.), καὶ κατ’ Εὐστάθ. «ῥῖπες [[πλέγμα]] φασὶ καλάμου πλατύ, ὡς [[ψίαθος]], καὶ ἔοικεν [[ἐντεῦθεν]] τοῖς ναυτικοῖς καλαμωτὴ λέγεσθαι ὁ [[ἑκατέρωθεν]] περὶ τὰ χείλη τῶν πλοίων φραγμὸς» (πρβλ. [[παράρρυμα]]), Ὀδ. Ε. 256· ῥιψὶ καταστεγάζειν Ἡρόδ. 4. 71· - παροιμ., θεοῦ θέλοντος κἄν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 405Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 699, Λουκ. Ἑρμότ. 28. - Ὑπάρχει ὁ μεταγενέστερος [[τύπος]] [[ῥῖπος]] (ἀρσ. καὶ οὐδ.) [[ἰσοδύναμος]] τῷ προκειμένῳ. (Ἐντεῦθεν ῥιπὶς, ῥιπίζω, ῥώψ· Λατ. scirp-us Ἀρχ. Γερμ. sciluf (schilf)· πρβλ. [[ὡσαύτως]] γρῖφος, γρῖπος.
|lstext='''ῥίψ''': ῥῑπός, ἡ, (παρὰ μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβ. Παραλ. 114)· - [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων ἢ βούρλων, καλαμωτή, ψάθα, Λατ. crates, φράξε δέ μιν [[[σχεδίην]]] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος [[εἶλαρ]] [[ἔμεν]], «πλέγμασι ψιαθώδεσι ..., οἰσυΐνῃσι δέ, τοῖς τῆς ἰτέας κλάδοις» (Σχόλ.), καὶ κατ’ Εὐστάθ. «ῥῖπες [[πλέγμα]] φασὶ καλάμου πλατύ, ὡς [[ψίαθος]], καὶ ἔοικεν [[ἐντεῦθεν]] τοῖς ναυτικοῖς καλαμωτὴ λέγεσθαι ὁ [[ἑκατέρωθεν]] περὶ τὰ χείλη τῶν πλοίων φραγμὸς» (πρβλ. [[παράρρυμα]]), Ὀδ. Ε. 256· ῥιψὶ καταστεγάζειν Ἡρόδ. 4. 71· - παροιμ., θεοῦ θέλοντος κἄν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 405Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 699, Λουκ. Ἑρμότ. 28. - Ὑπάρχει ὁ μεταγενέστερος [[τύπος]] [[ῥῖπος]] (ἀρσ. καὶ οὐδ.) [[ἰσοδύναμος]] τῷ προκειμένῳ. (Ἐντεῦθεν ῥιπὶς, ῥιπίζω, ῥώψ· Λατ. scirp-us Ἀρχ. Γερμ. sciluf (schilf)· πρβλ. [[ὡσαύτως]] γρῖφος, γρῖπος.
}}
{{bailly
|btext=[[ῥιπός]] (ἡ) :<br />natte de roseau, claie ; <i>◊ prov.</i> θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις avec l’aide du dieu, tu pourrais même naviguer sur une natte.<br />'''Étymologie:''' p. *σκρίψ, cf. <i>lat.</i> scirpus.
}}
}}