Anonymous

προστρέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προστρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[τρέχω]] [[πρός]] τινα, [[ἔρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ [[ἐναντίον]] τινός, [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., [[ἔρχομαι]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
|lstext='''προστρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, [[τρέχω]] [[πρός]] τινα, [[ἔρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ [[ἐναντίον]] τινός, [[πρός]] τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., [[ἔρχομαι]] πρὸς τὸ [[μέρος]] τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> προσέδραμον, <i>etc.</i><br />courir vers : τινι <i>ou</i> [[πρός]] τινα, vers qqn ; <i>avec idée d’hostilité</i> s’élancer contre, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τρέχω]].
}}
}}