προστρέχω
English (LSJ)
A fut. -δρᾰμοῦμαι D.21.224:—run to or towards, come to one, πρὸς τοὺς νεκρούς Pl.R. 440a; τινι Ar.Ach.1084, Av.759, X.An. 4.3.10, etc.: abs., run up, Id.HG3.1.18, Cyr.7.1.15, D.l.c., etc.
2 in hostile sense, make a sally, πρός τι X.Cyr.5.4.47.
3 of things, happen to one, τινι D.S.13.37 codd.; προστρέχει πολλαχοῦ τὸ γίγνεται" occurs frequently, Dam.Pr.401.
II metaph., join or side with, [τῇ συγκλήτῳ] Plb.24.10.4, etc.; πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Id.28.7.8; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Id.18.15.2.
2 approach, -τρέχων τῇ ἐννόμῳ ἡλικίᾳ, i.e. not quite of age, POxy.247.12 (i A.D.).
3 resemble, c. dat., Corn.ND32.
German (Pape)
[Seite 783] (s. τρέχω), hinzu- od. hinanlaufen, προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς, Plat. Rep. IV, 440 a; Xen. oft, auch feindlich anstürmen, Cyr. 5, 4, 47; προσδραμοῦνται καὶ παρέσονται βοηθοῦντες, Dem. 21, 224; Folgde; auch übtr., μάλιστα προστρέχειν πρὸς τὴν ἀλήθειαν, sich der Wahrheit nähern, Pol. 17, 15, 2; vgl. μάλιστα προσέδραμε πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην, 28, 7, 8; dah. Einem beitreten, 27, 13, 12 u. öfter; προσδραμὼν ἐπὶ τὸ πορθμεῖον, Luc. Mort. D. 27, 6.
French (Bailly abrégé)
f. προσδραμοῦμαι, ao.2 προσέδραμον, etc.
courir vers : τινι ou πρός τινα, vers qqn ; avec idée d'hostilité s'élancer contre, avec πρός et l'acc..
Étymologie: πρός, τρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-τρέχω op... afsnellen, op... toelopen, met dat.:; τίνα δ’ αὖ’ μοὶ προστρέχει τις ἀγγελῶν; met welk bericht komt men nu weer naar mij toegelopen? Aristoph. Ach. 1084; met πρός + acc..; προσδραμὼν πρὸς τοὺς νεκρούς toen hij naar de lijken gerend was Plat. Resp. 440a; abs.. προσέδραμον δὲ καὶ ἄλλοι ook anderen kwamen aanrennen Xen. Cyr. 7.1.15.
Russian (Dvoretsky)
προστρέχω: (fut. προσδρᾰμοῦμαι, aor. 2 προσέδραμον)
1 прибегать, подбегать (τινί Arph., Xen.; πρός τινα Plat. и ἐπί τι Luc.);
2 совершать набег, нападать (πρός τινα Xen.);
3 приходить, приближаться (πρὸς τὴν ἀλήθειαν Polyb.);
4 переходить, присоединяться (πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Polyb.);
5 приключаться, случаться: τοιούτων ἐλαττωμάτων τοῖς Ἀθηναίοις προσδραμόντων Diod. после этих поражений афинян.
English (Strong)
from πρός and τρέχω (including its alternate); to run towards, i.e. hasten to meet or join: run (thither to, to).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
τρέχω
νεοελλ.
1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί»)
2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε»)
3. συρρέω («όλοι προσέτρεξαν στη συγκέντρωση»)
4. φρ. «προστρέχω σε κάθε μέσο» — καταφεύγω σε κάθε μέσο, κάνω ό,τι είναι δυνατόν
μσν.-αρχ.
(για πράγμ.) συμβαίνω σε κάποιον («προστρέχει πολλαχοῦ τὸ "γίγνεται"» — συμβαίνει συχνά, πολλές φορές, Δαμάσκ.)
αρχ.
1. (με δοτ.) α) τρέχω προς το μέρος κάποιου («καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκοι», Ξεν.)
β) μοιάζω με κάποιον
2. ανατρέχω
3. εφορμώ εναντίον κάποιου («τοῖς δ' ἐκ τοῦ τείχους βραχὺ πρὸς τὸ ἐγγὺς και προσδραμεῖν καὶ πάλιν ἀπελθεῖν», Ξεν.)
4. πηγαίνω με το μέρος κάποιου («πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην προστρέχειν», Πολ.)
5. πλησιάζω («προστρέχων τῇ εὐνόμῳ ἡλικίᾳ», πάπ.).
Greek Monotonic
προστρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον·
1. τρέχω σε ή προς, έρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, σε Αριστοφ.· απόλ., προστρέχω, ανατρέχω, σε Ξεν. κ.λπ.
2. με εχθρική σημασία, εφορμώ εναντίον, κάνω εξόρμηση, πρός τινα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω πρός τινα, ἔρχομαι, προσέρχομαι, πρός τινα Πλάτ. Πολ. 440Α· τινὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1084, Ὄρν. 759, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 10 κτλ.· καὶ ἀπολ., ἀνατρέχω, τρέχω πρὸς…, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3., 18, Κύρ. 7. 1, 15, Δημ. 586. 4, κτλ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐφορμῶ ἐναντίον τινός, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 5. 4, 47. 3) ἐπὶ πραγμάτων, συμβαίνω εἴς τινα, τινὶ Διόδ. 13. 37. ΙΙ. μεταφ., ἔρχομαι πρὸς τὸ μέρος τινός, τινὶ Πολύβ. 26. 3, 4, κτλ.· πρὸς τὴν γνώμην τινὸς ὁ αὐτ. 28. 7, 8, πρβλ. 17. 15, 2.
Middle Liddell
fut. -δρᾰμοῦμαι aor2 -έδρᾰμον
1. to run to or towards, come to one, πρός τινα Plat.; τινί Ar.: absol. to run up, Xen., etc.
2. in hostile sense, to run at, make a sally, πρός τινα Xen.
Chinese
原文音譯:prostršcw 普羅士-特雷何
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向著-賽跑
字義溯源:跑上去,跑去,跑過來,跑上前;由(πρός)=向著)與(τρέχω)*=跑)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(3);可(2);徒(1)
譯字彙編:
1) 跑去(1) 徒8:30;
2) 跑過來(1) 可10:17;
3) 跑上去(1) 可9:15