3,256,975
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάρον''': [ᾰ], τὸ ([[σαίρω]] ΙΙ). σάρωθρον, «φουρκάλι», σκοῦπα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 727C, Ἀνθ. Π. 11. 207. ΙΙ. σαρώματα, [[ἀκαθαρσία]], σκουπίδια, Λατ. guisquiliae, οἷα τὰ τῆς θαλάσσης φύκη, Καλλ. εἰς Δῆλ. 225· - κωμικῶς ἐπὶ γραίας γυναικός, παλαιὸν οἰκίας [[σάρον]] Ἴων παρ’ Ἡσύχ. - Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν ταύτην, ἀλλ’ ἴδε [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 94, Ι΄, 29, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83. | |lstext='''σάρον''': [ᾰ], τὸ ([[σαίρω]] ΙΙ). σάρωθρον, «φουρκάλι», σκοῦπα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 727C, Ἀνθ. Π. 11. 207. ΙΙ. σαρώματα, [[ἀκαθαρσία]], σκουπίδια, Λατ. guisquiliae, οἷα τὰ τῆς θαλάσσης φύκη, Καλλ. εἰς Δῆλ. 225· - κωμικῶς ἐπὶ γραίας γυναικός, παλαιὸν οἰκίας [[σάρον]] Ἴων παρ’ Ἡσύχ. - Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν ταύτην, ἀλλ’ ἴδε [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 94, Ι΄, 29, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />balayure, ordure ; <i>iron.</i> raclure <i>en parl. d’une vieille femme</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σάρος]]. | |||
}} | }} |