3,277,114
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίμβλος''': ὁ, [[κυψέλη]] μελισσῶν, «κρηνίον», Ἡσ. Θ. 598, Θεόκρ. 19. 2, Ἁπολλ. Ρόδ. Β. 132, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49. 2) μεταφορ., [[ταμεῖον]], [[ἀποθήκη]], σ. χρημάτων Ἀριστοφ. Σφ. 241· πρβλ. Λατ. favissae ἀντὶ thesaurus· ― μεταγεν. σίμβλον, τό, Εὐμάθ. 237, 381· πληθ. σίμβλα, Ὀππ. Κυν. 1. 128, Ἀλκίφρ. 3. 23, Ἡσύχ. | |lstext='''σίμβλος''': ὁ, [[κυψέλη]] μελισσῶν, «κρηνίον», Ἡσ. Θ. 598, Θεόκρ. 19. 2, Ἁπολλ. Ρόδ. Β. 132, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49. 2) μεταφορ., [[ταμεῖον]], [[ἀποθήκη]], σ. χρημάτων Ἀριστοφ. Σφ. 241· πρβλ. Λατ. favissae ἀντὶ thesaurus· ― μεταγεν. σίμβλον, τό, Εὐμάθ. 237, 381· πληθ. σίμβλα, Ὀππ. Κυν. 1. 128, Ἀλκίφρ. 3. 23, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ruche;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lieu d’approvisionnement ; provision, abondance.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |