Anonymous

πύρωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πύρωσις''': -εως, ἡ, ([[πυρόω]]) [[καῦσις]], ὕλη πρὸς πύρωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 1. 2) τὸ ἐκτιθέναι εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ [[πυρός]], ὡς ἐν τῇ μαγειρικῇ, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, κ. ἀλλ.· ἡ ἐν ὑγρῷ π., ἡ [[βράσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 11, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357D. 3) [[δοκιμασία]] διὰ πυρὸς, Ἡσύχ. ΙΙ. [[θερμότης]], ζέστη, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 7., 3. 1, 9. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπιθυμία φλογερά, [[πόθος]] [[διακαής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 975, Ἐκκλ.: φλογερὸς [[ζῆλος]], Ἐκκλ.
|lstext='''πύρωσις''': -εως, ἡ, ([[πυρόω]]) [[καῦσις]], ὕλη πρὸς πύρωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 1. 2) τὸ ἐκτιθέναι εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ [[πυρός]], ὡς ἐν τῇ μαγειρικῇ, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, κ. ἀλλ.· ἡ ἐν ὑγρῷ π., ἡ [[βράσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 11, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357D. 3) [[δοκιμασία]] διὰ πυρὸς, Ἡσύχ. ΙΙ. [[θερμότης]], ζέστη, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 7., 3. 1, 9. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπιθυμία φλογερά, [[πόθος]] [[διακαής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 975, Ἐκκλ.: φλογερὸς [[ζῆλος]], Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de brûler ; <i>particul.</i> action d’échauffer ; chaleur, ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[πυρόω]].
}}
}}