Anonymous

σκαφίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαφίς''': -ίδος, ἡ, ὡς τὸ [[σκάφιον]], ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]]· [[μάλιστα]] δέ, 1) [[λεκάνη]], [[ἄγγεα]] πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, [[σκεῦος]] πρὸς πόσιν ἢ [[μέτρον]], ὡς τὸ [[κόγχη]], Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - [[ἀγγεῖον]] μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς [[λέμβος]], «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. [[σκάφη]] ΙΙΙ. ΙΙ. [[σκαφεῖον]], [[σκαπάνη]], [[πτύον]], [[αὐτόθι]] 6. 297, Συνέσ. 66D.
|lstext='''σκαφίς''': -ίδος, ἡ, ὡς τὸ [[σκάφιον]], ὑποκορ. τοῦ [[σκάφη]]· [[μάλιστα]] δέ, 1) [[λεκάνη]], [[ἄγγεα]] πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, [[σκεῦος]] πρὸς πόσιν ἢ [[μέτρον]], ὡς τὸ [[κόγχη]], Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - [[ἀγγεῖον]] μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς [[λέμβος]], «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. [[σκάφη]] ΙΙΙ. ΙΙ. [[σκαφεῖον]], [[σκαπάνη]], [[πτύον]], [[αὐτόθι]] 6. 297, Συνέσ. 66D.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />vase à traire, jatte.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ, creuser ; cf. [[σκάπτω]].
}}
}}