σκαφίς
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
(A), -ίδος, ἡ, Dim. of σκάφη; esp.
I bowl, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε = small milk pails, Od.9.223; mentioned among bakers' vessels in Ar.Fr.417; later, drinking vessel or measure, Hp.Mul.1.86, cf. Morb.2.64; pot for honey, Theoc.5.59.
II spade, shovel, σ. εἰς παλαίστραν Inscr.Délos 290.76 (iii B.C.); used in dredging, Ph.Bel.98.27: ῥαπτὰς γειοφόρους σκαφίδας perhaps baskets for carrying earth, AP6.297 (Phan.).
(B), -ίδος, ἡ, Dim. of σκάφος (B), boat, skiff, ib.7.214 (Arch.), Palaeph.12.
German (Pape)
[Seite 890] ίδος, ἡ, dim. von σκάφη, σκάφος; bes. – a) ein kleines Gefäß; neben γαυλοί als Melkgefäß genannt, Od. 9, 223, Milchnapf; Anaxipp. bei Ath. IV, 169 b. – b) ein kleines Schiff, Nachen. – Bei Marc. Capella c. 6 eine Art Stundenzeiger oder Sonnenuhr, deren Zeiger den Schatten in ein beckenartig vertieftes Gefäß warf. – Auch = πτύον, Wurfschaufel. – Bei Phani. 4 (VI, 297) σκαφίδας ῥαπτὰς γειοφόρους.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
vase à traire, jatte.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser ; cf. σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαφίς -ίδος, ἡ [σκάφη] nap, kom.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰφίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к σκάφη
1 подойник Hom.;
2 корзина, плетенка: σ. γειοφόρος Anth. корзина для земли;
3 чаша, таз, миска Arph., Theocr.;
4 челнок, лодка Anth.
English (Autenrieth)
ίδος (σκάπτω): bowl, pl., Od. 9.223†.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. μικρή σκάφη, σκαφίδι
2. μικρό πλοίο, βαρκάκι
3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος
4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών του σιτοποιού, του μυλωνά
5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα
6. είδος μαγειρικού σκεύους
7. αγγείο για μέλι
8. πιθ. καλάθι για τη μεταφορά χώματος
9. σκαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος. Ο τ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.
Greek Monotonic
σκᾰφίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκάφη, στον ίδ.
1. λεκάνη, κάδος για το άρμεγμα του γάλακτος, καρδάρα, σε Ομήρ. Οδ.· δοχείο για τη φύλαξη του μελιού, σε Θεόκρ.
2. μικρό σκάφος, λέμβος, σχεδία, σε Ανθ.· φτυάρι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σκαφίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σκάφιον, ὑποκορ. τοῦ σκάφη· μάλιστα δέ, 1) λεκάνη, ἄγγεα πάντα, γαυλοί τε σκαφίδες τε, μερικοὶ καδίσκοι τοῦ ἀμέλγματος, «καρδάρια», Ὀδ. Ι. 223· μνημονεύεται δὲ καὶ μεταξὺ τῶν σκευῶν τοῦ σιτοποιοῦ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 367· βραδύτερον, σκεῦος πρὸς πόσιν ἢ μέτρον, ὡς τὸ κόγχη, Ἱππ. 632. 30, κλπ., ἴδε Föes Oecon.· - ἀγγεῖον μέλιτος, Θεόκρ. 5. 69. 2) μικρὸς λέμβος, «βαρκίτσα», μονόξυλον, Ἀνθ. Π. 7. 214. 3) πρβλ. σκάφη ΙΙΙ. ΙΙ. σκαφεῖον, σκαπάνη, πτύον, αὐτόθι 6. 297, Συνέσ. 66D.
Middle Liddell
σκᾰφίς, ίδος, ἡ, [Dim. of σκάφη
Dim. of σκάφη: esp.
1. a bowl, milk-pail, Od.:— a pot for honey, Theocr.
2. a small boat, skiff, canoe, Anth.
II. a shovel, Anth.