Anonymous

σκωλοβατίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκωλοβᾰτίζω''': [[βαδίζω]] ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ [[πούς]], περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. [[ἀσκωλιάζω]].
|lstext='''σκωλοβᾰτίζω''': [[βαδίζω]] ἐπὶ ὑψηλῶν ξύλων ἐχόντων προεξοχήν τινα ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ [[πούς]], περιπατῶ μὲ ξυλοπόδαρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 155. 39· πρβλ. [[ἀσκωλιάζω]].
}}
{{bailly
|btext=marcher avec des échasses.<br />'''Étymologie:''' [[σκῶλος]], [[βαίνω]].
}}
}}