3,274,913
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμύρνα''': Ἰων. σμύρνη, ἡ, ὡς τὸ [[μύρρα]], τὸ ῥητινῶδες [[κόμμι]] Ἀραβικοῦ τινος δένδρου ([[ἴσως]] εἴδους ἀκακίας) οὗ ἐποιοῦντο χρῆσιν εἰς τὴν ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 40, 73, 86· καλεῖται σμύρνης ἱδρὼς παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1175· ἐκαίετο καὶ ὡς [[θυμίαμα]], βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμοὺς Σοφ. Ἀποσπ. 340· ὑποθυμιῆν σμ. Ἱππ. 565. 16· ἐχρησίμευεν εἰς χρῖσιν ἢ ἀλοιφήν, σμύρνῃ [[κατάλειπτος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· ὡς ἀλοιφὴ ἑλκῶν, σμύρνῃσι ἰώμενοι τᾲ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 9. 4, 3, 10, Διοσκ. 1. 77. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[μύρρα]], ἐκ τοῦ Φοινικικοῦ morâh· πρβλ. [[κιννάμωμον]]). | |lstext='''σμύρνα''': Ἰων. σμύρνη, ἡ, ὡς τὸ [[μύρρα]], τὸ ῥητινῶδες [[κόμμι]] Ἀραβικοῦ τινος δένδρου ([[ἴσως]] εἴδους ἀκακίας) οὗ ἐποιοῦντο χρῆσιν εἰς τὴν ταρίχευσιν τῶν νεκρῶν, Ἡρόδ. 2. 40, 73, 86· καλεῖται σμύρνης ἱδρὼς παρ’ Εὐρ. ἐν Ἴωνι 1175· ἐκαίετο καὶ ὡς [[θυμίαμα]], βωμὸς ἀτμίζων πυρὶ σμύρνης σταλαγμοὺς Σοφ. Ἀποσπ. 340· ὑποθυμιῆν σμ. Ἱππ. 565. 16· ἐχρησίμευεν εἰς χρῖσιν ἢ ἀλοιφήν, σμύρνῃ [[κατάλειπτος]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· ὡς ἀλοιφὴ ἑλκῶν, σμύρνῃσι ἰώμενοι τᾲ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 9. 4, 3, 10, Διοσκ. 1. 77. (Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] θὰ ἦτο [[μύρρα]], ἐκ τοῦ Φοινικικοῦ morâh· πρβλ. [[κιννάμωμον]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />myrrhe, gomme du myrte d’Arabie, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' ion. et éol. c. [[μύρρα]]. | |||
}} | }} |