Anonymous

σκολόπενδρα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκολόπενδρα''': ἡ, scolopendra, ἢ «σαρανταπόδαρος», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 6., 4. 7, 4, κ. ἀλλ.· ταξινομεῖται [[μετὰ]] τοῦ ἰούλου, [[αὐτόθι]] 4. 1, 6. 2) [[θαλασσία]] [[σκολόπενδρα]], [[ζῷον]] ἐκ τοῦ γένους «Νηρηῒς ἢ [[Ἀφροδίτη]]», [[αὐτόθι]] 2. 14, 2., 9. 37, 9, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26, Ἡσύχ. ΙΙ. [[σκολοπένδριον]], Γαλην.
|lstext='''σκολόπενδρα''': ἡ, scolopendra, ἢ «σαρανταπόδαρος», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 6., 4. 7, 4, κ. ἀλλ.· ταξινομεῖται [[μετὰ]] τοῦ ἰούλου, [[αὐτόθι]] 4. 1, 6. 2) [[θαλασσία]] [[σκολόπενδρα]], [[ζῷον]] ἐκ τοῦ γένους «Νηρηῒς ἢ [[Ἀφροδίτη]]», [[αὐτόθι]] 2. 14, 2., 9. 37, 9, Αἰλ. π. Ζ. 7. 26, Ἡσύχ. ΙΙ. [[σκολοπένδριον]], Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />scolopendre de mer (sorte de ver de la famille des néréides), <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain à un substrat.
}}
}}