Anonymous

σκευάριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευάριον''': τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ [[σκεῦος]], μικρὸν [[σκεῦος]] ἢ [[ἀγγεῖον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[αὐτόθι]] 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ [[σκευή]], μικρὸν [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.
|lstext='''σκευάριον''': τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ [[σκεῦος]], μικρὸν [[σκεῦος]] ἢ [[ἀγγεῖον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[αὐτόθι]] 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ [[σκευή]], μικρὸν [[ἔνδυμα]], Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.<br />'''Étymologie:''' [[σκευή]].
}}
}}