σκευάριον
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
τό, Dim.
I (σκεῦος) small vessel or utensil, mostly in plural, Ar.Ach.451, Ra.172, Pl.809, Pl.Com.121, etc.: sg., Ar.Pl. 1139.
2 implements of gaming, Aeschin.1.59.
II (σκευή) paltry garment, Pl.Alc.1.113e.
German (Pape)
[Seite 893] τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.
Étymologie: σκευή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευάριον -ου, τό [σκεῦος] klein stuk huisraad, alg. plur. spulletjes.
Russian (Dvoretsky)
σκευάριον: (ᾰ) τό [demin. к σκεῦος
1 предмет домашней обстановки, преимущ. pl. утварь, вещи, принадлежности Arph., Aeschin.;
2 одежда, платье Plat.
Spanish
vaso pequeño , recipiente pequeño
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια
μικρά σκεύη ή αγγεία
2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)
3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων κατατετριμμένων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].
Greek Monotonic
σκευάριον: τό, υποκορ. του σκεῦος, μικρό δοχείο ή οικιακό σκεύος, σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
σκευάριον: τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ σκεῦος, μικρὸν σκεῦος ἢ ἀγγεῖον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, αὐτόθι 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ σκευή, μικρὸν ἔνδυμα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.
Middle Liddell
diminutive of σκεῦος
a small vessel or utensil, Ar.:—implements of gaming, Aeschin.
Léxico de magia
τό vaso pequeño o recipiente pequeño ἔστω δέ σοι παρεσκευασμένον σ. καλλάϊνον μικρόν, εἰς ὃ ἐνέστω μύρον κρίνινον has de tener preparado un pequeño recipiente turquesa, en el que haya perfume de lirio P V 222