Anonymous

σκυζάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκυζάω''': ἔχω σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, κατέχομαι ὑπὸ ὀργασμοῦ, ἐπὶ χυνῶν (πρβλ. [[καπράω]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 8· ἐπὶ γυναικῶν, Α. Β, 12.ΙΙ. ὑλακτῶ κοιμώμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 86.
|lstext='''σκυζάω''': ἔχω σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, κατέχομαι ὑπὸ ὀργασμοῦ, ἐπὶ χυνῶν (πρβλ. [[καπράω]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 8· ἐπὶ γυναικῶν, Α. Β, 12.ΙΙ. ὑλακτῶ κοιμώμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 86.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en chaleur <i>en parlant des chiennes et des juments, mais aussi des femmes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύζα]].
}}
}}