3,273,171
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμύχω''': ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. [[κατασμύχω]]· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ [[ὀδύνη]] σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φθείρω]], [[τρύχω]]». | |lstext='''σμύχω''': ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. [[κατασμύχω]]· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ [[ὀδύνη]] σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φθείρω]], [[τρύχω]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἔσμυξα;<br />brûler <i>ou</i> consumer à petit feu.<br />'''Étymologie:''' R. Σμυχ, détruire ; cf. [[σμάω]], [[σμήχω]]. | |||
}} | }} |