Anonymous

σμύχω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] Etwas durch ein Schmochfeuer ohne Flamme allmälig verschweeten, in langsamem Feuer verzehren lassen; ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο, Il. 22, 411; – bei sp. D. übertr., sich durch eine heimliche, innere Leidenschaft, Liebe, Gram, abzehren, hinschmachten; [[ἔρως]] δ' ἐσμύχετ' ἀμοιβᾷ, Mosch. 6, 4; σμυχομένη [[μήτηρ]], Theo 3 (VII, 292); vgl. Jacobs A. P. p. LXXXIII; auch act., [[ἔνδοθι]] δ' αἰεὶ τεῖρ' [[ὀδύνη]] σμύχουσα διὰ [[χροός]], Ap. Rh. 3, 762.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] Etwas durch ein Schmochfeuer ohne Flamme allmälig verschweeten, in langsamem Feuer verzehren lassen; ὡς εἰ ἅπασα [[Ἴλιος]] πυρὶ σμύχοιτο, Il. 22, 411; – bei sp. D. übertr., sich durch eine heimliche, innere Leidenschaft, Liebe, Gram, abzehren, hinschmachten; [[ἔρως]] δ' ἐσμύχετ' ἀμοιβᾷ, Mosch. 6, 4; σμυχομένη [[μήτηρ]], Theo 3 (VII, 292); vgl. Jacobs A. P. p. LXXXIII; auch act., [[ἔνδοθι]] δ' αἰεὶ τεῖρ' [[ὀδύνη]] σμύχουσα διὰ [[χροός]], Ap. Rh. 3, 762.
}}
{{ls
|lstext='''σμύχω''': ἀόρ. ἔσμυξα (κατ-) Ἰλ. Ι. 653, Ἀνθ. Π. 5. 254· - Παθ., ἀόρ. ἐσμύχθην (κατ-) Θεόκρ. 8. 90· ἐσμύγην (ἀπ-) Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3· πρκμ. ἔσμυγμαι (κατ-) Ἡλιόδ. 7. 21· [ῡ, πλὴν ἐν τῷ παθ. ἀορ. σμῠγῆναι]. Καίω διὰ βραδέος καὶ ἡσύχου [[πυρός]], [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ καῇ τι μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, «κουφοβράζω», πρβλ. [[κατασμύχω]]· μεταφ., ἐπὶ θλίψεως, τεῖρ’ [[ὀδύνη]] σμύχουσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 762· - Παθ., βραδέως καιόμενος φθείρομαι, Ἴλιον πυρὶ σμύχοιτο Ἰλ. Χ. 411· διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ ἔρωτος, Μόσχ. 6. 4, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 446. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φθείρω]], [[τρύχω]]».
}}
}}