Anonymous

σποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με [[μέχρι]] τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, [[κατακαίω]], «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. [[ποδίζω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[χρῶμα]] τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170.
|lstext='''σποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ψήνω ἐντὸς τῆς σποδοῦ, μύρτα καὶ φηγοὺς πρὸς τὸ πῦρ σπ. Πλάτ. Πολ. 372C· ἤ με κεραυνῷ.. σπόδισον, κατάκαυσόν με [[μέχρι]] τέφρας, «ὄπτησον, φλέξον» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Σφ. 329· σπ. τὰς τρίχας, [[κατακαίω]], «τσουρουφλύζω», Διόδ. 3. 25· πρβλ. [[ποδίζω]]. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω [[χρῶμα]] τῆς τέφρας, Διοσκ. 5. 170.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> cuire <i>ou</i> rôtir sous la cendre;<br /><b>2</b> réduire en cendres.<br />'''Étymologie:''' [[σποδός]].
}}
}}