3,270,824
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι [[στασιαστικός]], [[διάκειμαι]] εὐκόλως εἰς στάσιν, [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· [[πρός]] τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ [[πνεῦμα]] στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23. | |lstext='''στᾰσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ [[πολιτικός]], Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι [[στασιαστικός]], [[διάκειμαι]] εὐκόλως εἰς στάσιν, [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· [[πρός]] τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ [[πνεῦμα]] στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />séditieux.<br />'''Étymologie:''' [[στασιάζω]]. | |||
}} | }} |