Anonymous

συγγέωργος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγέωργος''': ὁ, [[συνεργάτης]], [[γεωργός]], Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).
|lstext='''συγγέωργος''': ὁ, [[συνεργάτης]], [[γεωργός]], Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille à la terre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γεωργός]].
}}
}}