συγγέωργος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγέωργος Medium diacritics: συγγέωργος Low diacritics: συγγέωργος Capitals: ΣΥΓΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: syngéōrgos Transliteration B: syngeōrgos Transliteration C: syggeorgos Beta Code: sugge/wrgos

English (LSJ)

ὁ, fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γέωργος -ου, ὁ mede-landwerker, mede-boer

Russian (Dvoretsky)

συγγέωργος: или συγ-γεωργός ὁ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph.

Greek (Liddell-Scott)

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.

Greek Monotonic

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης στις γεωργικές εργασίες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

συγ-γέωργος, ὁ,
a fellow-labourer, Ar.

English (Woodhouse)

fellow-farmer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)