3,274,216
edits
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχέω''': μέλλ. -χεῶ, εῖς, εῖ (ἴδε ἐν λέξ. χέω)· ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ ἐνεργ. ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ Ἐπικ. ἀορ. συγχέας, ἀλλὰ συνηθέστερον ἔχει τὸν Ἐπικ. τύπον συνέχευα, ἀπαρ. συγχεῦαι· καὶ γ΄ ἑνικ. παθ. ἀορ. [[μετὰ]] συγκοπῆς σύγχῠτο· παθ. ἀόρ. -εχύθην [ῠ] καὶ παρὰ μεταγεν. -εχέθην, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 731. Χέω [[ὁμοῦ]], συμμιγνύω, ἀνακατώνω, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Ἰλ. Ο. 364, πρβλ. 366, 373· σ. τὰ διακεκριμένα Πλάτ. Φίληβ. 46Ε· σ. τὰς ψήφους, ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, Ἰσαῖ. 52. 26· τὰ σύμβολα Δημ. 570. 18· τὰς τάξεις Πολύβ. 1. 40, 13· τὰς ὄψεις [[Πολυδ]]. Α΄, 118. ― Παθ., [[ἡνία]] δέ [[σφιν]] σύγχυτο Ἰλ. Π. 471· μεταλλεῖα συγκεχυμένα Πλάτ. Νόμ. 678D τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388B. 2) ὡς τὸ [[συγχώννυμι]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], [[κατασκάπτω]], σ. τοὺς τάφους Ἡρόδ. 4. 127· τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 7. 115 (πρβλ. Bahr. ἐν τόπῳ)· [[δῶμα]], δόμους, κτλ., Εὐρ. Ἴων 615, κτλ. 3) [[συγχέω]] ἄνω [[κάτω]], ἀνακατώνω, τὰ γράμματα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 37· συγκεχυμένον [[μέλαν]], [[μέλαν]] [[σημεῖον]] ἀμαυρόν, ἀσαφές, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6, ἴδε ἐν λέξ. [[ἀμυδρός]]· φωνὴ σ. Διόδ. 1. 8· ― [[οὕτως]] ἐπὶ ὕφους, Ρήτορες. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, ταράττω, μή μοι σύγχει θυμὸν Ἰλ. Ι. 612, πρβλ. Ν. 808· σὺν τῷ γέροντι [[νόος]] χύτο Ω. 358· συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Ἡρόδ. 7. 142· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ προσώπου ὡς ἀντικειμένου, ἄνδρα γε συγχεῦαι Ὀδ. Θ. 139, πρβλ. Ἡρόδ. 99. ― Παθ., τί συγχυθεῖσ’ ἕστηκας Εὐρ. Μήδ. 1005. 2) [[συγχέω]], [[κάμνω]] ἀνωφελές, ματαιώνω, πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν συγχέας Ἀργείων Ἰλ. Ο. 366, πρβλ. 473 τὴν [[πάρος]] συγ. [[χάριν]] Σοφ. Τρ. 1229· [[μάλιστα]] ἐπὶ συμβολαίων συμφωνιῶν καὶ τῶν τοιούτων, ματαιώνω, παραβιάζω, [[ἐπεὶ]] σύν γ’ ὅρκι’ ἔχευαν Τρῶες Ἰλ. Δ. 269, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 379Ε, Ἱππ. Ὅρκ., Εὐρ. Ἱππ. 1063· τὰ πάντα ἀνθρώπων [[νόμιμα]] Ἡρόδ. 7. 136, πρβλ. Ἀντιφῶνα 125. 26 ἄνω [[κάτω]] τὰ πάντα σ. [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 349· τὴν πολιτείαν Δημ. 729. 14· συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ’ ἡμᾶς [[βίος]] Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 286· συνουσίαν Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 17. ― Παθ., λέλυται πάντα, συγκέχυται, Δημ. 777. 10. ΙΙΙ. πόλεμον συγχ., [[διεγείρω]] πόλεμον, Λατ. conflare bellum, Πολύβ. 4. 10, 3, κτλ. | |lstext='''συγχέω''': μέλλ. -χεῶ, εῖς, εῖ (ἴδε ἐν λέξ. χέω)· ὁ Ὅμ. χρῆται τῷ ἐνεργ. ἐνεστ. καὶ παρατ. καὶ Ἐπικ. ἀορ. συγχέας, ἀλλὰ συνηθέστερον ἔχει τὸν Ἐπικ. τύπον συνέχευα, ἀπαρ. συγχεῦαι· καὶ γ΄ ἑνικ. παθ. ἀορ. [[μετὰ]] συγκοπῆς σύγχῠτο· παθ. ἀόρ. -εχύθην [ῠ] καὶ παρὰ μεταγεν. -εχέθην, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 731. Χέω [[ὁμοῦ]], συμμιγνύω, ἀνακατώνω, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Ἰλ. Ο. 364, πρβλ. 366, 373· σ. τὰ διακεκριμένα Πλάτ. Φίληβ. 46Ε· σ. τὰς ψήφους, ἀναμιγνύω, ἀνακατώνω, Ἰσαῖ. 52. 26· τὰ σύμβολα Δημ. 570. 18· τὰς τάξεις Πολύβ. 1. 40, 13· τὰς ὄψεις [[Πολυδ]]. Α΄, 118. ― Παθ., [[ἡνία]] δέ [[σφιν]] σύγχυτο Ἰλ. Π. 471· μεταλλεῖα συγκεχυμένα Πλάτ. Νόμ. 678D τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388B. 2) ὡς τὸ [[συγχώννυμι]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], [[κατασκάπτω]], σ. τοὺς τάφους Ἡρόδ. 4. 127· τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 7. 115 (πρβλ. Bahr. ἐν τόπῳ)· [[δῶμα]], δόμους, κτλ., Εὐρ. Ἴων 615, κτλ. 3) [[συγχέω]] ἄνω [[κάτω]], ἀνακατώνω, τὰ γράμματα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 37· συγκεχυμένον [[μέλαν]], [[μέλαν]] [[σημεῖον]] ἀμαυρόν, ἀσαφές, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6, ἴδε ἐν λέξ. [[ἀμυδρός]]· φωνὴ σ. Διόδ. 1. 8· ― [[οὕτως]] ἐπὶ ὕφους, Ρήτορες. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[φέρω]] εἰς σύγχυσιν, ταράττω, μή μοι σύγχει θυμὸν Ἰλ. Ι. 612, πρβλ. Ν. 808· σὺν τῷ γέροντι [[νόος]] χύτο Ω. 358· συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Ἡρόδ. 7. 142· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ προσώπου ὡς ἀντικειμένου, ἄνδρα γε συγχεῦαι Ὀδ. Θ. 139, πρβλ. Ἡρόδ. 99. ― Παθ., τί συγχυθεῖσ’ ἕστηκας Εὐρ. Μήδ. 1005. 2) [[συγχέω]], [[κάμνω]] ἀνωφελές, ματαιώνω, πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν συγχέας Ἀργείων Ἰλ. Ο. 366, πρβλ. 473 τὴν [[πάρος]] συγ. [[χάριν]] Σοφ. Τρ. 1229· [[μάλιστα]] ἐπὶ συμβολαίων συμφωνιῶν καὶ τῶν τοιούτων, ματαιώνω, παραβιάζω, [[ἐπεὶ]] σύν γ’ ὅρκι’ ἔχευαν Τρῶες Ἰλ. Δ. 269, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 379Ε, Ἱππ. Ὅρκ., Εὐρ. Ἱππ. 1063· τὰ πάντα ἀνθρώπων [[νόμιμα]] Ἡρόδ. 7. 136, πρβλ. Ἀντιφῶνα 125. 26 ἄνω [[κάτω]] τὰ πάντα σ. [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 349· τὴν πολιτείαν Δημ. 729. 14· συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ’ ἡμᾶς [[βίος]] Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 286· συνουσίαν Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 17. ― Παθ., λέλυται πάντα, συγκέχυται, Δημ. 777. 10. ΙΙΙ. πόλεμον συγχ., [[διεγείρω]] πόλεμον, Λατ. conflare bellum, Πολύβ. 4. 10, 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=verser ensemble, <i>d’où</i><br /><b>1</b> bouleverser, brouiller, confondre, acc. : [[ἡνία]] [[δέ]] [[σφιν]] [[σύγχυτο]] IL les rênes s’étaient embrouillées, enchevêtrées ; σ. τὰ γράμματα EUR effacer les lettres ; <i>fig.</i> συνεχέοντο [[αἱ]] γνῶμαι [[τῶν]] φαμένων HDT les pensées de ceux qui disaient…, étaient confuses, se contredisaient ; σ. θυμόν IL troubler l’esprit <i>ou</i> le courage de qqn, le rendre hésitant, indécis ; <i>avec un rég. de pers.</i> : σ. τινα troubler qqn;<br /><b>2</b> bouleverser, renverser, ruiner : σ. [[ἄστυ]] PLUT convertir une ville en un monceau de décombres ; σ. ὁδόν HDT rendre une route impraticable ; <i>fig.</i> ὅρκια IL, ὅρκους EUR violer des serments ; τὰ νόμιμα HDT bouleverser, violer les lois ; συγχεῖ πάνθ’ ὁ [[χρόνος]] SOPH le temps bouleverse tout;<br /><b>3</b> rendre vain, faire échouer (le travail, les efforts, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χέω]]. | |||
}} | }} |