Anonymous

ψωλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψωλός''': ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964.
|lstext='''ψωλός''': ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />circoncis, décalotté (Ar. Av. 507, Eq. 964).<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ψήχω]].
}}
}}