3,273,768
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφεδᾰνός''': -ή, -όν, = [[σφοδρός]], [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], [[ἰσχυρός]], στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., [[μετὰ]] σπουδῆς, συντόνως, [[ἐπιτεταμένως]], σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 ([[ἔνθα]] ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, [[ὁρμητικός]], πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165). | |lstext='''σφεδᾰνός''': -ή, -όν, = [[σφοδρός]], [[ὁρμητικός]], [[βίαιος]], [[ἰσχυρός]], στάσιες Ξενοφάν. 1. 23˙ γένυες λέοντος Ἀνθολ. Π. 11. 219˙ κάρηνον Νικ. Θηρ. 642. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., [[μετὰ]] σπουδῆς, συντόνως, [[ἐπιτεταμένως]], σφοδρῶς, σφεδανὸν Δανάοισι κελεύων Ἰλ. Λ. 165, Π. 372˙ σφεδανὸν ἔφεπ’ ἔγχεϊ Φ. 542 ([[ἔνθα]] ὁ Heyne ἑπόμενος τῷ Ἀριστάρχῳ ἔγραψε σφεδανῶν, ἐκ ῥήματ. σφεδανάω, μαινόμενος, [[ὁρμητικός]], πρβλ. Θεογνώστ. Κανόν. 12, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ἴδε Spiztn. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἰλ. Λ. 165). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />violent, véhément, impétueux ; <i>adv.</i> • σφεδανόν IL vivement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σφαδᾴζω]], [[σφοδρός]] ; sel. d’autres, apparenté à [[σπεύδω]]. | |||
}} | }} |