3,274,522
edits
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπότρομος''': -ον, [[περιδεής]], [[περίφοβος]], τρέμων πως ἐκ φόβου, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ τρέμων ὀλίγον, Αἰσχίν. 76. 18, Πλούτ. 2. 435Β, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Ἐν. Ἀριστοφ. Ἀχ. 683 τό: τονθορύζοντες ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομοι τὰ χείλη κινοῦντες», ἐν δὲ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 79 τὸ ὑποδινηθεῖσα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «[[ὑπότρομος]] γενόμενη». | |lstext='''ὑπότρομος''': -ον, [[περιδεής]], [[περίφοβος]], τρέμων πως ἐκ φόβου, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ τρέμων ὀλίγον, Αἰσχίν. 76. 18, Πλούτ. 2. 435Β, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Ἐν. Ἀριστοφ. Ἀχ. 683 τό: τονθορύζοντες ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομοι τὰ χείλη κινοῦντες», ἐν δὲ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 79 τὸ ὑποδινηθεῖσα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «[[ὑπότρομος]] γενόμενη». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />un peu tremblant, peureux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέμω]]. | |||
}} | }} |