Anonymous

φθεγκτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, [[φωνητικός]], ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.
|lstext='''φθεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, [[φωνητικός]], ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― [[ὡσαύτως]] παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui rend un son.<br />'''Étymologie:''' [[φθέγγομαι]].
}}
}}