Anonymous

τριμμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριμμός''': ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ [[τρίβος]], Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.
|lstext='''τριμμός''': ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ [[τρίβος]], Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chemin fréquenté.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]].
}}
}}