Anonymous

ὕβρις: Difference between revisions

From LSJ
1,007 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕβρις''': [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. [[ὑπερήφανος]], [[ὑπερφίαλος]]· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, [[αὐθάδεια]], [[ἀλαζονεία]] [[αὐθάδης]], [[προπέτεια]], [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν [[ὕβρις]] τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· [[λίην]] γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· [[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν [[ὕβρις]] [[τέκος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα [[ὕβρις]] [[εἶναι]] ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ [[ἀρχή]], Φαῖδρ. 238Α· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ποιηταὶ [[συχνάκις]] συνάπτουσιν αὐτὴν [[μετὰ]] τοῦ κόρου (ἴδε [[κόρος]] Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ [[ὕβρις]] ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· [[ὕβρις]] τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων [[εἶναι]] θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· [[ὕβρις]] ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε [[ὑβρίζω]] Ι). 4) οἴνου [[ὕβρις]], ἡ [[ζύμωσις]], [[αὐτοῦ]], μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. [[ὕβρισμα]], [[τρόπος]] [[αὐθάδης]], [[πρᾶξις]] [[αὐθάδης]] καὶ [[ἀκόλαστος]], κακὴ [[μεταχείρισις]], [[αὐθάδεια]], [[ἀκολασία]], προσβολὴ (ἂν καὶ [[πολλάκις]] [[εἶναι]] δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ὑβρίζω]], [[μετὰ]] ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. [[ὑβρίζω]] ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ [[πρᾶξις]], Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ [[οὕτως]] αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς [[πρᾶξις]], [[ἀσέλγεια]], τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ [[σῶμα]] ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ [[νόμος]] ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο [[λίαν]] [[σπουδαῖος]] καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς [[μᾶλλον]] σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως ([[ὕβρις]] δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ [[δίκη]] αἰκίας (ἴδε [[αἰκία]])· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ [[θάνατος]]· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν [[εἶναι]] ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὕβρις]], ἡ [[μετὰ]] προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, [[αἰκία]] δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ [[ἕνεκα]] τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. [[ναυσίστονος]]), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = [[ὑβριστής]], κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. [[ὄνομα]] Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398.
|lstext='''ὕβρις''': [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. [[ὑπερήφανος]], [[ὑπερφίαλος]]· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, [[αὐθάδεια]], [[ἀλαζονεία]] [[αὐθάδης]], [[προπέτεια]], [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν [[ὕβρις]] τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· [[λίην]] γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· [[δίκη]] [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν [[ὕβρις]] [[τέκος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα [[ὕβρις]] [[εἶναι]] ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ [[ἀρχή]], Φαῖδρ. 238Α· [[ἐντεῦθεν]] οἱ ποιηταὶ [[συχνάκις]] συνάπτουσιν αὐτὴν [[μετὰ]] τοῦ κόρου (ἴδε [[κόρος]] Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ [[ὕβρις]] τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ [[ὕβρις]] ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· [[ὕβρις]] τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων [[εἶναι]] θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ [[σωφροσύνη]], Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· [[ὕβρις]] ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε [[ὑβρίζω]] Ι). 4) οἴνου [[ὕβρις]], ἡ [[ζύμωσις]], [[αὐτοῦ]], μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. [[ὕβρισμα]], [[τρόπος]] [[αὐθάδης]], [[πρᾶξις]] [[αὐθάδης]] καὶ [[ἀκόλαστος]], κακὴ [[μεταχείρισις]], [[αὐθάδεια]], [[ἀκολασία]], προσβολὴ (ἂν καὶ [[πολλάκις]] [[εἶναι]] δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ὑβρίζω]], [[μετὰ]] ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. [[ὑβρίζω]] ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ [[πρᾶξις]], Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ [[οὕτως]] αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς [[πρᾶξις]], [[ἀσέλγεια]], τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[σῶμα]] Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ [[σῶμα]] ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ [[νόμος]] ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο [[λίαν]] [[σπουδαῖος]] καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς [[μᾶλλον]] σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως ([[ὕβρις]] δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ [[δίκη]] αἰκίας (ἴδε [[αἰκία]])· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ [[θάνατος]]· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν [[εἶναι]] ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὕβρις]], ἡ [[μετὰ]] προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, [[αἰκία]] δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ [[ἕνεκα]] τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. [[ναυσίστονος]]), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = [[ὑβριστής]], κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. [[ὄνομα]] Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />tout ce qui dépasse la mesure, excès, <i>d’où</i><br /><b>I.</b> <i>comme sentiment</i>;<br /><b>1</b> orgueil, insolence : ὕβριν [[τῖσαι]] OD expier son orgueil, sa témérité ; ὕβρει, ἐφ’ ὕβρει par orgueil ; [[αἱ]] ὕβρεις pensées <i>ou</i> actions orgueilleuses;<br /><b>2</b> fougue, ardeur excessive, impétuosité, emportement : ὅθιπερ [[πάρος]] ὕβριν [[ἔχεσκον]] OD là où auparavant ils exerçaient leur insolence ; ὕβρει εἶξαι OD s’abandonner à sa violence ; [[ὕβρις]] οἴνου ÉL bouillonnement <i>ou</i> fermentation du vin ; <i>en gén.</i> tout excès ; acte de désespoir;<br /><b>II.</b> <i>comme action</i> mauvais traitement, outrage, insulte, injure, sévices ; <i>particul.</i> violence sur une femme <i>ou</i> sur un enfant : ὕβρεως [[δίκη]] <i>ou</i> [[γραφή]] procès pour sévices.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]].
}}
}}