Anonymous

σύμπνοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, [[σύμφωνος]], τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· [[σύμφωνος]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''σύμπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, [[σύμφωνος]], τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· [[σύμφωνος]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />animé d’un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
}}
}}