Anonymous

συμπληθύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπληθύνω''': [ῡ], [[πληθύνω]] ἢ [[αὐξάνω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., [[λαμβάνω]] τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
|lstext='''συμπληθύνω''': [ῡ], [[πληθύνω]] ἢ [[αὐξάνω]] [[ὁμοῦ]], Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., [[λαμβάνω]] τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
}}
{{bailly
|btext=compléter, augmenter, multiplier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πληθύνω]].
}}
}}