3,271,504
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναλγέω''': ἀλγῶ, πονῶ, λυποῦμαι μετά τινος, [[μετὰ]] τοῦδε Σοφ. Αἴ. 253· [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, μετά τινος προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4. 1, κτλ. 2) ἀπολ., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας, φανέρωσον εἰς ἡμᾶς τοὺς μετέχοντας τῆς θλίψεως [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ 283· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 633, Ἡρ. Μαιν. 1202, Ἀντιφῶντα 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462D· τῇ ψυχῇ Δημ. 321, 19· τῇ διανοίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 6. 7· ― [[ἀλλά]], 3) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., συμπαθῶ, [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν [[πρός]] τι ἢ διά τι [[πρᾶγμα]], ταῖς σαῖς τύχαις Αἰσχύλ. Πρ. 288· σοῖς κακοῖς Εὐρ. Ρῆσ. 807· τοῖς λυπηροῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 3. | |lstext='''συναλγέω''': ἀλγῶ, πονῶ, λυποῦμαι μετά τινος, [[μετὰ]] τοῦδε Σοφ. Αἴ. 253· [[μετὰ]] δοτ. προσώπου, μετά τινος προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4. 1, κτλ. 2) ἀπολ., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας, φανέρωσον εἰς ἡμᾶς τοὺς μετέχοντας τῆς θλίψεως [[αὐτοῦ]], Σοφ. Αἴ 283· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 633, Ἡρ. Μαιν. 1202, Ἀντιφῶντα 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462D· τῇ ψυχῇ Δημ. 321, 19· τῇ διανοίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 6. 7· ― [[ἀλλά]], 3) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., συμπαθῶ, [[αἰσθάνομαι]] συμπάθειαν [[πρός]] τι ἢ διά τι [[πρᾶγμα]], ταῖς σαῖς τύχαις Αἰσχύλ. Πρ. 288· σοῖς κακοῖς Εὐρ. Ρῆσ. 807· τοῖς λυπηροῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> supporter une souffrance avec qqn;<br /><b>2</b> compatir à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλγέω]]. | |||
}} | }} |