Anonymous

συμπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριλαμβάνω''': ὡς καὶ νῦν, [[περιλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[περιέχω]] [[ὁμοῦ]], [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) [[περιλαμβάνω]] συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη [[αὐτόθι]] 58Α· [[περιλαμβάνω]] ἐν συνθήκῃ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· [[περιλαμβάνω]] ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, [[μετέχω]] [[ὁμοῦ]], τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.
|lstext='''συμπεριλαμβάνω''': ὡς καὶ νῦν, [[περιλαμβάνω]] [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[περιέχω]] [[ὁμοῦ]], [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) [[περιλαμβάνω]] συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη [[αὐτόθι]] 58Α· [[περιλαμβάνω]] ἐν συνθήκῃ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· [[περιλαμβάνω]] ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, [[μετέχω]] [[ὁμοῦ]], τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. pf. Pass.</i> συμπεριειλῆφθαι;<br />embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; <i>particul.</i> comprendre dans un traité;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps <i>ou</i> ensemble à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιλαμβάνω]].
}}
}}