Anonymous

τμήγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τμήγω''': Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. [[ἀποτμήγω]])· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα ([[ἀποτμήγω]])· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. [[τμάγεν]] (πρβλ. [[διατμήγω]]) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη [[τμήγω]]· - τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐν συνθέσει [[μετὰ]] τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[τέμνω]], [[κόπτω]], [[σχίζω]]. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, [[ἐπεὶ]] ἂρ [[τμάγεν]] Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.
|lstext='''τμήγω''': Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. [[ἀποτμήγω]])· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα ([[ἀποτμήγω]])· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. [[τμάγεν]] (πρβλ. [[διατμήγω]]) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη [[τμήγω]]· - τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] συνηθέστερον ἐν συνθέσει [[μετὰ]] τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[τέμνω]], [[κόπτω]], [[σχίζω]]. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, [[ἐπεὶ]] ἂρ [[τμάγεν]] Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τμήξω, <i>ao.</i> ἔτμηξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> [[ἐτμάγην]], <i>réc.</i> ἐτμήγην;<br />couper, fendre ; <i>Pass.</i> se séparer, se partager, se diviser.<br />'''Étymologie:''' cf. [[τέμνω]].
}}
}}