Anonymous

ὑποπνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποπνέω''': μέλλ. -πνεύσω, [[πνέω]], φυσῶ [[ὑποκάτω]], Ἀριστ. Προβλ. 8. 6· ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ὑποπέρδομαι]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψιβδεῖ. ΙΙ. [[πνέω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 13.
|lstext='''ὑποπνέω''': μέλλ. -πνεύσω, [[πνέω]], φυσῶ [[ὑποκάτω]], Ἀριστ. Προβλ. 8. 6· ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ὑποπέρδομαι]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψιβδεῖ. ΙΙ. [[πνέω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> souffler <i>ou</i> respirer du fond de, respirer;<br /><b>2</b> souffler agréablement, souffler doucement (vent).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πνέω]].
}}
}}