ὑποπνέω
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
A blow underneath, Arist.Pr.887b30: used for ὑποπέρδομαι, Hsch. s.v. ψιβδεῖ.
II blow gently, Act.Ap.27.13.
German (Pape)
[Seite 1229] (s. πνέω), darunter, dazu od. leise blasen, Arist. probl. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ὑποπνῶ :
1 souffler ou respirer du fond de, respirer;
2 souffler agréablement, souffler doucement (vent).
Étymologie: ὑπό, πνέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπνέω:
1 дуть снизу, поддувать Arst.;
2 слегка дуть: ὑποπνεύσαντος νότου NT когда подул легкий южный ветер.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπνέω: μέλλ. -πνεύσω, πνέω, φυσῶ ὑποκάτω, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6· ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ὑποπέρδομαι, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψιβδεῖ. ΙΙ. πνέω ἐλαφρῶς, ὀλίγον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 13.
English (Strong)
from ὑπό and πνέω; to breathe gently, i.e. breeze: blow softly.
English (Thayer)
1st aorist ὑπέπνευσα;
a. to blow underneath (Aristar.).
b. to blow softly (see ὑπό, III:2): Acts 27:13.
Greek Monolingual
ὑποπνέω, ΝΑ πνέω
(για άνεμο) πνέω ελαφρά
αρχ.
1. πνέω αποκάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποπέρδομαι».
Greek Monotonic
ὑποπνέω: μέλ. -πνεύσω, φυσώ ελαφρά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. -πνεύσω
to blow gently, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpopnšw 虛坡-普尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-吹
字義溯源:輕微地吹氣,微微吹起,輕輕吹起;由(ὑπό)*=被)與(πνέω)*=呼吸)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 微微吹起(1) 徒27:13