3,242,428
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαύλιος''': -α, -ον, = [[φαῦλος]], ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐπί τινων καρπῶν, [[τυχαῖος]], «πρόστυχος», φαυλότεροι φαυλίων μήλων Τηλεκλείδης ἐν «Ἀφικτύοσι» 2· φ. [[ἐλαία]] ἢ [[φαυλία]] μόνον, εἶδός τι ἐλαίας κοινῆς ἢ προστύχου, ἥτις φέρει τὸν κότινον, δηλ. ἡ ἀγρία [[ἐλαία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3, περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12, Λουκ. Λεξιφάν. 5, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 14. | |lstext='''φαύλιος''': -α, -ον, = [[φαῦλος]], ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐπί τινων καρπῶν, [[τυχαῖος]], «πρόστυχος», φαυλότεροι φαυλίων μήλων Τηλεκλείδης ἐν «Ἀφικτύοσι» 2· φ. [[ἐλαία]] ἢ [[φαυλία]] μόνον, εἶδός τι ἐλαίας κοινῆς ἢ προστύχου, ἥτις φέρει τὸν κότινον, δηλ. ἡ ἀγρία [[ἐλαία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 8, 3, περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12, Λουκ. Λεξιφάν. 5, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de mauvaise qualité ; ἡ φαυλία LUC sorte d’olive charnue, mais cotonneuse.<br />'''Étymologie:''' [[φαῦλος]]. | |||
}} | }} |