Anonymous

συγκρατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, κρατῶ [[ὁμοῦ]], ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ [[ὁμοῦ]] στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[ἐνισχύω]], Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ [[ἐντός]], τὸ [[πνεῦμα]] Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.
|lstext='''συγκρᾰτέω''': ὡς καὶ νῦν, κρατῶ [[ὁμοῦ]], ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ [[ὁμοῦ]] στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) [[ὑποστηρίζω]], [[ἐνισχύω]], Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ [[ἐντός]], τὸ [[πνεῦμα]] Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> contenir ensemble <i>ou</i> solidement;<br /><b>2</b> conserver en soi <i>ou</i> pour soi;<br /><b>3</b> gouverner, conserver.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρατέω]].
}}
}}