συγκρατέω

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰτέω Medium diacritics: συγκρατέω Low diacritics: συγκρατέω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: synkratéō Transliteration B: synkrateō Transliteration C: sygkrateo Beta Code: sugkrate/w

English (LSJ)

A hold together, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Anaximen.2; keep troops together, Plu.Phoc.12.
2 strengthen, τὰ μέλεα Aret.SD1.5.
3 hold in, keep under control, τὸ πνεῦμα D.L.6.76; ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d.

German (Pape)

[Seite 969] zusammenhalten, festhalten, beherrschen, Plut. Phoc. 12, öfter.

French (Bailly abrégé)

συγκρατῶ :
1 contenir ensemble ou solidement;
2 conserver en soi ou pour soi;
3 gouverner, conserver.
Étymologie: σύν, κρατέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κρᾰτέω bijeenhouden,. ἡ ψυχή … συγκρατεῖ ἡμᾶς de ziel houdt ons bijeen Anaximen. B 2.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾰτέω:
1 держать вместе, сосредоточивать (τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως Plut.);
2 содержать в себе, обволакивать, окружать (τι Plut.);
3 удерживать в себе, задерживать, затаивать (τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plut.).

Spanish

gobernar, mantener bajo control

Greek Monotonic

συγκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ, βαστώ, κρατώ μαζί τα στρατεύματα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κρατῶ ὁμοῦ, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ ὁμοῦ στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) ὑποστηρίζω, ἐνισχύω, Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ ἐντός, τὸ πνεῦμα Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.

Middle Liddell

fut. ήσω
to keep troops together, Plut.

Léxico de magia

gobernar, mantener bajo control ref. a Helios εἰσάκουσόν μου, ..., ὁ τὰ ὅλα συνέχων καὶ ζῳογονῶν καὶ συγκρατῶν τὸν κόσμον escúchame, tú que abarcas todo, que llenas de vida y mantienes bajo control todo el cosmos P VII 530