Anonymous

ὠνητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠνητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Εὐρ. Ἑλ. 816·-ῥηματ. ἐπίθ., ἀγορασθείς, ἠγορασμένος, «[[ἀγοραστός]]», ἐμὲ δ’ ὠνητὴ [[τέκε]] [[μήτηρ]] Ὀδ. Ξ. 202· [[δοῦλος]] οὐκ ὠνητὸς ἀλλ’ [[οἴκοι]] τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1123, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 365, Πλάτ. Νόμ. 841D, κλπ.· ἀντίθετον τῷ [[μίσθιος]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 16.-[[ἀλλά]], ὠνητὴ [[δύναμις]], μισθοφορική, ἀντίθετον τῷ οἰκεία, Θουκ. 1. 121· ὠν. [[σῖτος]], ἀντίθετον τῷ [[δωρητός]], Πλουτ. Κοριολ. 16. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ, Λατ. venalis, ἐλπὶς Εὐρ. Ἑλ. 816· λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 968· βασιλεῖαι Πλάτ. Πολ. 544D· ἀρχαὶ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 10· φιλίη Ἀνθ. Πλαν. 80· [[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, [[δόξα]] χρημάτων οὐκ ὠνητή, ἥτις δὲν ἀγοράζεται διὰ χρημάτων, Ἰσοκρ. 21Β· [[ἀλλά]], ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, ἀγοραζομένη διὰ χρημάτων, Θουκ. 3. 40.
|lstext='''ὠνητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Εὐρ. Ἑλ. 816·-ῥηματ. ἐπίθ., ἀγορασθείς, ἠγορασμένος, «[[ἀγοραστός]]», ἐμὲ δ’ ὠνητὴ [[τέκε]] [[μήτηρ]] Ὀδ. Ξ. 202· [[δοῦλος]] οὐκ ὠνητὸς ἀλλ’ [[οἴκοι]] τραφεὶς Σοφ. Ο. Τ. 1123, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 365, Πλάτ. Νόμ. 841D, κλπ.· ἀντίθετον τῷ [[μίσθιος]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 16.-[[ἀλλά]], ὠνητὴ [[δύναμις]], μισθοφορική, ἀντίθετον τῷ οἰκεία, Θουκ. 1. 121· ὠν. [[σῖτος]], ἀντίθετον τῷ [[δωρητός]], Πλουτ. Κοριολ. 16. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ, Λατ. venalis, ἐλπὶς Εὐρ. Ἑλ. 816· λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 968· βασιλεῖαι Πλάτ. Πολ. 544D· ἀρχαὶ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 10· φιλίη Ἀνθ. Πλαν. 80· [[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, [[δόξα]] χρημάτων οὐκ ὠνητή, ἥτις δὲν ἀγοράζεται διὰ χρημάτων, Ἰσοκρ. 21Β· [[ἀλλά]], ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή, ἀγοραζομένη διὰ χρημάτων, Θουκ. 3. 40.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> acheté, acquis à prix d’argent : [[δύναμις]] ὠνητή THC armée mercenaire ; <i>avec le gén. de prix</i> : ὠνητὸς χρημάτων ISOCR acheté à prix d’argent;<br /><b>2</b> qu’on peut acheter, vénal : ὠνητὸς χρήμασιν THC qu’on peut acheter pour de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
}}