Anonymous

τιμωρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑμωρός''': -όν, συνῃρ. ἐν τοῦ [[τιμάορος]] (ἴδε ἐν τέλ.), [[ὅπερ]] διαμένει ὡς Δωρικ. [[τύπος]] παρὰ Πινδ. Ο. 9. 124, Αἰσχύλ., κλπ.· παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. [[τιμήορος]]· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 43 ἔχει ὡς αἰτ. τιμάορα, [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[τιμάωρ]], ορος, ὁ· - [[κυρίως]], ὁ [[φύλαξ]] τῆς [[τιμῆς]]· [[ὅθεν]], 1) ὁ βοηθῶν, συντρέχων, καὶ ὡς οὐσιαστ., βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Ἡρόδ. 2. 141., 7. 171, Θουκ. 4. 2· τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, τὸν προστάτην μου θεόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 514. ΙΙΙ. ὁ βοηθῶν τὸν ἀδικηθέντα, ἐκδικῶν αὐτόν, καὶ ὡς οὐσιαστ., [[ἐκδικητής]], τ. τινος [[αὐτόθι]] 1280, 1324, 1578, Σοφ. Ἡλ. 811, 1154, κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., τιμ. τινι Ἀντιφῶν 111. 40, Θουκ. 4. 2· καὶ [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ὁ βοηθῶν τινα εἰς ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], πατρὶ τ. φόνου Σοφ. Ἠλ. 14· - ἀλλ’ οὐχὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ προσώπων, [[δίκη]] κακῶν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94· ἡ τῶν ξυγγενῶν αἱμάτων τ. [[δίκη]] Πλάτ. Νόμ. 872E, πρβλ. 716A· χεὶρ Εὐρ. Ἑκ. 843· [[λόγος]] τ. Ἡρόδ. 7. 5. 2) ὁ [[δήμιος]], Πολύβ. 2. 58, 8· = οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν ἐν Πλουτ. Ἀρτοξ. 14, 17. (Κυρίως τιμάϝορος, ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] (B).)
|lstext='''τῑμωρός''': -όν, συνῃρ. ἐν τοῦ [[τιμάορος]] (ἴδε ἐν τέλ.), [[ὅπερ]] διαμένει ὡς Δωρικ. [[τύπος]] παρὰ Πινδ. Ο. 9. 124, Αἰσχύλ., κλπ.· παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. [[τιμήορος]]· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 43 ἔχει ὡς αἰτ. τιμάορα, [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[τιμάωρ]], ορος, ὁ· - [[κυρίως]], ὁ [[φύλαξ]] τῆς [[τιμῆς]]· [[ὅθεν]], 1) ὁ βοηθῶν, συντρέχων, καὶ ὡς οὐσιαστ., βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Ἡρόδ. 2. 141., 7. 171, Θουκ. 4. 2· τὸν ἐμὸν τιμάορον Ἑρμῆν, τὸν προστάτην μου θεόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 514. ΙΙΙ. ὁ βοηθῶν τὸν ἀδικηθέντα, ἐκδικῶν αὐτόν, καὶ ὡς οὐσιαστ., [[ἐκδικητής]], τ. τινος [[αὐτόθι]] 1280, 1324, 1578, Σοφ. Ἡλ. 811, 1154, κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., τιμ. τινι Ἀντιφῶν 111. 40, Θουκ. 4. 2· καὶ [[μετὰ]] γεν. πράγμ., ὁ βοηθῶν τινα εἰς ἐκδίκησιν διά τι [[πρᾶγμα]], πατρὶ τ. φόνου Σοφ. Ἠλ. 14· - ἀλλ’ οὐχὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ προσώπων, [[δίκη]] κακῶν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94· ἡ τῶν ξυγγενῶν αἱμάτων τ. [[δίκη]] Πλάτ. Νόμ. 872E, πρβλ. 716A· χεὶρ Εὐρ. Ἑκ. 843· [[λόγος]] τ. Ἡρόδ. 7. 5. 2) ὁ [[δήμιος]], Πολύβ. 2. 58, 8· = οἱ ἐπὶ τῶν τιμωριῶν ἐν Πλουτ. Ἀρτοξ. 14, 17. (Κυρίως τιμάϝορος, ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] (B).)
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> protecteur, défenseur;<br /><b>2</b> vengeur : τινος, τινι de qqn ; τινί τινος qui venge qqn d’un crime commis contre lui.<br />'''Étymologie:''' contr. p. τιμάορος de [[τιμή]], [[αἴρω]].
}}
}}