Anonymous

ὑπέρευ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρευ''': Ἐπίρρ. (εὖ) [[καλῶς]] εἰς ὑπερβολήν, κάλλιστα, ἐξοχώτατα, [[ὑπέρευ]] ἀκολουθεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 185D [[ὑπέρευ]] μοι δοκεῖς λέγειν Ξεν. Ἱέρ. 6, 9, Δημ. 288. 17.
|lstext='''ὑπέρευ''': Ἐπίρρ. (εὖ) [[καλῶς]] εἰς ὑπερβολήν, κάλλιστα, ἐξοχώτατα, [[ὑπέρευ]] ἀκολουθεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 185D [[ὑπέρευ]] μοι δοκεῖς λέγειν Ξεν. Ἱέρ. 6, 9, Δημ. 288. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />mieux qu’on ne saurait dire, tout à fait bien.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[εὖ]].
}}
}}