Anonymous

συμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα, γ΄ πληθ. συγκεκομμ. -βεβᾶσι Εὐρ. Ἑλ. 622· Ἰων. ἀπαρ. -βεβάναι Ἡρόδ. 3. 146 παθ. πρκμ. ἀπαρ. -βεβάσθαι Θουκ. 8. 98· ἀόρ. β΄ συνέβην, ἀπαρ. συμβῆναι· παθ. ἀόρ. α΄ ὑποτ. ξυμβαθῇ Θουκ. 4. 30. Ἵσταμαι ἔχων τοὺς πόδας ἡνωμένους, ἀντίθετον τῷ διαβαίνειν, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· διαβαίνοντες [[μᾶλλον]] ἢ συμβεβηκότες Ξεν. Ἱππ. 1. 14· συμβεβηκὼς [[ἄμφω]] τὼ πόδε [[Πολυδ]]. Γ΄, 91· συμβᾶσα τὼ πόδε, ἀντίθετον τῷ [[περιβάδην]] (πρβλ. [[συμβάδην]]), Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1· ἀνδριὰς συμβεβηκώς, ἔχων τοὺς πόδας κλειστούς, ἡνωμένους, ὡς τὰ παλαιότερα ἀγάλματα κατὰ τὴν πρώτην περίοδον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης, Müller Archäol. d. Kurst § 68 3. 2) ἵσταμαι [[ὁμοῦ]] ἢ πλησίον [[ὥστε]] νὰ βοηθήσω, βοηθῶ, συμβῆναι ποδὶ Σοφ. Αἴ. 1281, πρβλ. 1237· σ. κακοῖς, ἐνοῦμαι μετ’ αὐτῶν, συνεργῶ εἰς αὔξησιν τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἑλ. 37. 3) βαίνω [[ὁμοῦ]] ἢ συναντῶ, τὸν συμβαίνοντά σοι Εὔπολις ἐν «Διαιτῶντι» 1· σ. αὐτοὶ αὑτοῖς Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 17· ἡ [[Κύπρις]] δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη, συμβέβηκε δ’ [[οὐδαμοῦ]], [[οὐδαμοῦ]] συνηντήθη μετ’ ἐμοῦ, οὐδεμίαν σχέσιν [[ἔσχον]] μετ’ αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 1007. ΙΙ. συνηθέστατα μεταφορ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[βαδίζω]] [[ὁμοῦ]], [[ἔρχομαι]] εἰς συμφωνίαν ἢ συνεννόησιν, συμφωνῶ, Λατ. convenire, Ἡρόδ. 1. 13. 82, Εὐρ. Φοίν. 71, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ., κτλ.· Τίρυνθι συμβέβηκε, συνεφώνησε πρὸς τοὺς Τιρυνθίους, Σοφ. Τρ. 1152 [[πρός]] τινα Θουκ. 4. 61, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἢν ξυμβῶ τί σοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 175· ἢν τι ξυμβαίνωσι Θουκ. 2. 5· ξ. τὰ [[πλείω]], οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 117., 5. 36· [[τἆλλα]] τοῖς Λακεδαιμονίοις ὁ αύτ. 8. 98· ― μετ’ ἀπαρ., συνέβησαν ἐς [[τωὐτό]]..., τὸν δὲ βασιλεύειν Ἡρόδ. 1. 13· σ. ὑπήκοοι [[εἶναι]] Θουκ. 1. 117· ξ. ἤν τις ἁλίσκηται..., δοῦλον [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 103· σ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι [[σφᾶς]] αὐτοὺς Θουκ. 2. 4· σ. πρὸς Νικίαν… ἐπιστρέψαι ὁ αὐτ. 4. 54· [[ὡσαύτως]], συνέβησαν... [[ὥστε]] τριηκοσίους μαχέσασθαι Ἡρόδ. 1. 82· σ. εἰς τὸ [[μέσον]], συμφωνῶ [[πρός]] τινα συμβιβασμόν, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε· λόγοις σ., ἐπὶ προφορικῆς συμφωνίας ἢ συνεννοήσεως, Εὐρ. Μήδ. 737· ἀλλ’ ἐν Ἀνδρ. 233, πιθ. συμφωνῶ μὲ τοὺς λόγους αὐτῆς· ― [[καθόλου]], συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι, τινὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· ἐκ πολέμου ξυμβ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 867 ἀπὸ τοῦ ἴσου Θουκ. 4. 19· ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Φοίν. 590· ― ἐν τῷ πρκμ. συμβεβάναι καὶ παθ. ἐπὶ τῶν ὅρων τῆς συμφωνίας, ἔχω συμφωνηθῆ, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι (ἂν καὶ τὸ πάντα δύναται νὰ [[εἶναι]] οὐδέτ. ἐπίθετ. ἀποδιδόμενον εἰς τὸ σ.), Ἡρόδ. 3. 146· ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Θουκ. 8. 98 ἕως ἂν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ ὁ αὐτ. 4. 30, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 140. 2) συμφωνῶ μετά τινος, [[διάκειμαι]] φιλικῶς, διατελῶ ἐν φιλίᾳ, οὐ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν’ Αἰσχύλος Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τῆς μιᾶς τῶν μερίδων, Διον. Ἁλ. 2. 62. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀντιστοιχῶ [[πρός]] τι, Λατ. quadrare, ὁ [[χρόνος]] τῇ ἡλικίῃ συμβαίνει Ἡρόδ. 1. 116· ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Ἡρόδ. 2. 3, πρβλ. Λυσί. 113. 10· ἐς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις Αἰσχύλ. Χο. 210· τῷ παντὶ Πλάτ. Νόμ. 903D ― ἀπολ., [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Αἰσχύλ. Χο. 580· οἱ λόγοι σ. Εὐριπ. Ἑλ. 622· χρησμοί τε συμβαίνουσι, συμφωνοῦσι, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 220, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1164· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, συμβαίνει αὐτὸ εἰς ταύτην [[εἶναι]] πέμπτην Δημ. 360. 5 τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς [[δώδεκα]], καταντᾷ εἰς 12, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 1. 343· ― ἐπὶ τοιχοδομίας, [[ἁρμόζω]], προσαρμόζομαι ἀκριβῶς, «τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσι... συμβαίνειν οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις τῇ ποιᾷ συνθέσει» Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 8. 4) [[πίπτω]] εἰς τὸν κλῆρον τινός, [[μετὰ]] δοτικ. προσ., ἆται σ. μοι Εὐριπ. Ι. Τ. 148· ἡδοναί τινι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 222· [[τριηραρχία]] μοι Δημ. 1154, 11· [[ἀτυχία]] ὁ αὐτ. 1319. 10· εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρὸν ὁ αὐτ. 493, ἐν τέλει. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. contingere, συμβαίνει δ’ οὐ τὰ μέν, τὰ δ’ οὔ Αἰσχύλ. Πέρσ. 802· τῶνδε ναμέρτεια σ. Σοφ. Τρ. 173· ἐὰν μὴ [[θεία]] τις ξ. [[τύχη]] Πλάτ. Πολ. 592Α· αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 120Ε· εἰ καιρὸς σ. Ξεν. Ἱππαρχ. 2, 5· χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν Δημ. 12. 15· ― [[ὡσαύτως]] εὐφημ., ἄν τι ξυμβῇ (δηλ. κακόν τι), ὁ αὐτ. 551. 15· ― [[καθόλου]], [[συμβαίνω]], εὑρίσκομαι, [[ὑπάρχω]], ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ Πλάτ. Κρατ. 398Β· ― [[ἀλλά]], β) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπροσ., [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι Ἡρόδ. 6. 103; πρβλ. 3. 50, Θουκ. 1. 1· [[ἄλλοτε]] [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη Γέλωνα [[νικᾶν]] Ἡρόδ. 7. 166, πρβλ. Θουκυδ. 8. 25, κτλ.· παρὰ Πλάτ. [[συχνάκις]] συμβαίνει [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαι, συμβαίνει νὰ [[εἶναι]], δηλ. [[εἶναι]], [[κάθαρσις]] [[εἶναι]] τοῦτο σ. Φαίδων 67C, πρβλ. Κρατ. 396Β· ὅσα ξυμβαίνει γίγνεσθαι καὶ ὅσα ξυμβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε· σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 1· [[μετὰ]] τοῦ [[ὥστε]], Σοφ. Τρ. 1152, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., σ. ὄν, γιγνόμενον Πλάτ. Σοφ. 224D, Φίληβ. 42D. γ) τὸ συμβεβηκός, τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Πλάτ. Παρμ. 128C, Δημ. 89. 27· οὕτω, τὰ συμβαίνοντα Ξεν. Κύρ. 1. 6. 43· τὰ συμβάντα Ξενοφ. Ἀν. 3. 1, 13· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος εἰληφέναι τὴν προσηγορίαν Πολύβ. 10. 28, 7· ― κατὰ συμβεβηκός, ἐκ συμβεβηκότος, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 5, κ. ἀλλ. (ἴδε κατωτ. IV)· οὕτω, τοῦ συμβαίνοντός ἐστι, [[εἶναι]] [[ὑπόθεσις]] καθημερινή, Ἰσαῖ. 47. 40. 2) συνάπτεται [[μετὰ]] ἐπιρρημάτων ἢ ἐπιθέτων, [[ἀποβαίνω]] κατά τινα τρόπον, ὀρθῶς σφι συνέβαινε ἡ [[φήμη]] ἐλθοῦσα Ἡρόδοτ. 9. 101· κακῶς, [[καλῶς]] ξυμβῆναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 63, Κύρ. Παιδ. 5. 4, 14, Εὐρ. Ι. Τ. 1055· τὰ ματρὸς ἔχθιστα συμβέβηκε Σοφ. Ἠλ. 262· [[ταῦτα]]... λαμπρὰ σ. [[αὐτόθι]] 1164· συμβεβᾶσιν οἱ λόγοι... ἀληθεῖς Εὐριπ. Ἑλ. 622· ἄπιστ’ ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 1· σ. μέγιστον κακὸν ἡ [[ἀδικία]] Πλάτ. Γοργ. 479C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 130C, Κρατ. 398Ε· τὸ [[μαντεῖον]] [[τοὐναντίον]] ξυνέβη Θουκ. 2. 17· τοιούτου ξυμβαίνοντος τοῦδε ὁ αὐτ. 1. 74· ξυνέβη τις αὐτοῖς [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. 4. 79· ― ἀπολ., [[ἀποβαίνω]] [[καλῶς]], Λατιν. succedere, ἢν ξυμβῇ ἡ [[πεῖρα]] ὁ αὐτ. 3. 3· εἴ μοι σ. τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 744Α. 3) ἐπὶ ἐπακολουθήματος, ἐπακολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ’ ὧν ἡ [[ἀσθένεια]] ξυμβαίνει Θουκ. 8. 45· κάλλιστον δ’ ἔργων ἡμῖν ξυμβήσεται ὁ αὐτ. 6. 33. β) ἐπὶ λογικῆς ἀκολουθίας, ἀκολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], [[ἕπομαι]] ὡς [[συμπέρασμα]], [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ὡς ἐν Φαίδωνι 74Α, Γοργ. 459Β, κτλ.· σ. ἐκ τῶν κειμένων Ἀριστ. Τοπ. 8. 1. 17, κ. ἀλλ.· ― ἀπροσ., ἕπεται, ἀκολουθεῖ, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλάτ. Θεαίτ. 170C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Δημ. 792. 7· [[ὡσαύτως]], σ. ὅτι ἀδύνατον [ἐστί τι] Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 3. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὸ συμβεβηκὸς ἔχει πολλὰς σημασίας: 1) τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 6, Τοπ. 1. 5, 8, κ. ἀλλ.· κατὰ συμβεβηκός, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Φυσ. 2. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 1, κ. ἀλλ.· τῷ [[ἁπλῶς]], Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 2, 1, κ. ἀλλ.· τῷ φύσει, π. Ψυχ. 1. 3, 4. 2) πᾶν τὸ ἐνυπάρχον ἔν τινι, [[εἴτε]] ποιότητα ἐκφέρον [[εἴτε]] τυχαίαν ἰδιότητα ἀναγκαίως ἐπακολουθοῦσαν ἐκ τῆς ἐννοίας πράγματός τινος, [[ὥστε]] νὰ μὴ εἰσέρχηται εἰς τὴν οὐσίαν ἢ τὸν ὁρισμὸν [[αὐτοῦ]], [[οἷον]] τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 30, 4· διακρίνεται δὲ διὰ τῆς προσθήκης τοῦ καθ’ αὑτό, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22. 8, Τοπ. 1. 8, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. Trendel. de An. 1. 1. 1.
|lstext='''συμβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα, γ΄ πληθ. συγκεκομμ. -βεβᾶσι Εὐρ. Ἑλ. 622· Ἰων. ἀπαρ. -βεβάναι Ἡρόδ. 3. 146 παθ. πρκμ. ἀπαρ. -βεβάσθαι Θουκ. 8. 98· ἀόρ. β΄ συνέβην, ἀπαρ. συμβῆναι· παθ. ἀόρ. α΄ ὑποτ. ξυμβαθῇ Θουκ. 4. 30. Ἵσταμαι ἔχων τοὺς πόδας ἡνωμένους, ἀντίθετον τῷ διαβαίνειν, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· διαβαίνοντες [[μᾶλλον]] ἢ συμβεβηκότες Ξεν. Ἱππ. 1. 14· συμβεβηκὼς [[ἄμφω]] τὼ πόδε [[Πολυδ]]. Γ΄, 91· συμβᾶσα τὼ πόδε, ἀντίθετον τῷ [[περιβάδην]] (πρβλ. [[συμβάδην]]), Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1· ἀνδριὰς συμβεβηκώς, ἔχων τοὺς πόδας κλειστούς, ἡνωμένους, ὡς τὰ παλαιότερα ἀγάλματα κατὰ τὴν πρώτην περίοδον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης, Müller Archäol. d. Kurst § 68 3. 2) ἵσταμαι [[ὁμοῦ]] ἢ πλησίον [[ὥστε]] νὰ βοηθήσω, βοηθῶ, συμβῆναι ποδὶ Σοφ. Αἴ. 1281, πρβλ. 1237· σ. κακοῖς, ἐνοῦμαι μετ’ αὐτῶν, συνεργῶ εἰς αὔξησιν τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἑλ. 37. 3) βαίνω [[ὁμοῦ]] ἢ συναντῶ, τὸν συμβαίνοντά σοι Εὔπολις ἐν «Διαιτῶντι» 1· σ. αὐτοὶ αὑτοῖς Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 17· ἡ [[Κύπρις]] δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη, συμβέβηκε δ’ [[οὐδαμοῦ]], [[οὐδαμοῦ]] συνηντήθη μετ’ ἐμοῦ, οὐδεμίαν σχέσιν [[ἔσχον]] μετ’ αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 1007. ΙΙ. συνηθέστατα μεταφορ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[βαδίζω]] [[ὁμοῦ]], [[ἔρχομαι]] εἰς συμφωνίαν ἢ συνεννόησιν, συμφωνῶ, Λατ. convenire, Ἡρόδ. 1. 13. 82, Εὐρ. Φοίν. 71, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ., κτλ.· Τίρυνθι συμβέβηκε, συνεφώνησε πρὸς τοὺς Τιρυνθίους, Σοφ. Τρ. 1152 [[πρός]] τινα Θουκ. 4. 61, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἢν ξυμβῶ τί σοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 175· ἢν τι ξυμβαίνωσι Θουκ. 2. 5· ξ. τὰ [[πλείω]], οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 117., 5. 36· [[τἆλλα]] τοῖς Λακεδαιμονίοις ὁ αύτ. 8. 98· ― μετ’ ἀπαρ., συνέβησαν ἐς [[τωὐτό]]..., τὸν δὲ βασιλεύειν Ἡρόδ. 1. 13· σ. ὑπήκοοι [[εἶναι]] Θουκ. 1. 117· ξ. ἤν τις ἁλίσκηται..., δοῦλον [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 103· σ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι [[σφᾶς]] αὐτοὺς Θουκ. 2. 4· σ. πρὸς Νικίαν… ἐπιστρέψαι ὁ αὐτ. 4. 54· [[ὡσαύτως]], συνέβησαν... [[ὥστε]] τριηκοσίους μαχέσασθαι Ἡρόδ. 1. 82· σ. εἰς τὸ [[μέσον]], συμφωνῶ [[πρός]] τινα συμβιβασμόν, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε· λόγοις σ., ἐπὶ προφορικῆς συμφωνίας ἢ συνεννοήσεως, Εὐρ. Μήδ. 737· ἀλλ’ ἐν Ἀνδρ. 233, πιθ. συμφωνῶ μὲ τοὺς λόγους αὐτῆς· ― [[καθόλου]], συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι, τινὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· ἐκ πολέμου ξυμβ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 867 ἀπὸ τοῦ ἴσου Θουκ. 4. 19· ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Φοίν. 590· ― ἐν τῷ πρκμ. συμβεβάναι καὶ παθ. ἐπὶ τῶν ὅρων τῆς συμφωνίας, ἔχω συμφωνηθῆ, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι (ἂν καὶ τὸ πάντα δύναται νὰ [[εἶναι]] οὐδέτ. ἐπίθετ. ἀποδιδόμενον εἰς τὸ σ.), Ἡρόδ. 3. 146· ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Θουκ. 8. 98 ἕως ἂν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ ὁ αὐτ. 4. 30, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 140. 2) συμφωνῶ μετά τινος, [[διάκειμαι]] φιλικῶς, διατελῶ ἐν φιλίᾳ, οὐ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν’ Αἰσχύλος Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων, [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τῆς μιᾶς τῶν μερίδων, Διον. Ἁλ. 2. 62. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀντιστοιχῶ [[πρός]] τι, Λατ. quadrare, ὁ [[χρόνος]] τῇ ἡλικίῃ συμβαίνει Ἡρόδ. 1. 116· ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Ἡρόδ. 2. 3, πρβλ. Λυσί. 113. 10· ἐς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις Αἰσχύλ. Χο. 210· τῷ παντὶ Πλάτ. Νόμ. 903D ― ἀπολ., [[ὅπως]] ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Αἰσχύλ. Χο. 580· οἱ λόγοι σ. Εὐριπ. Ἑλ. 622· χρησμοί τε συμβαίνουσι, συμφωνοῦσι, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 220, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1164· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, συμβαίνει αὐτὸ εἰς ταύτην [[εἶναι]] πέμπτην Δημ. 360. 5 τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς [[δώδεκα]], καταντᾷ εἰς 12, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 1. 343· ― ἐπὶ τοιχοδομίας, [[ἁρμόζω]], προσαρμόζομαι ἀκριβῶς, «τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσι... συμβαίνειν οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις τῇ ποιᾷ συνθέσει» Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 8. 4) [[πίπτω]] εἰς τὸν κλῆρον τινός, [[μετὰ]] δοτικ. προσ., ἆται σ. μοι Εὐριπ. Ι. Τ. 148· ἡδοναί τινι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 222· [[τριηραρχία]] μοι Δημ. 1154, 11· [[ἀτυχία]] ὁ αὐτ. 1319. 10· εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρὸν ὁ αὐτ. 493, ἐν τέλει. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. contingere, συμβαίνει δ’ οὐ τὰ μέν, τὰ δ’ οὔ Αἰσχύλ. Πέρσ. 802· τῶνδε ναμέρτεια σ. Σοφ. Τρ. 173· ἐὰν μὴ [[θεία]] τις ξ. [[τύχη]] Πλάτ. Πολ. 592Α· αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 120Ε· εἰ καιρὸς σ. Ξεν. Ἱππαρχ. 2, 5· χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν Δημ. 12. 15· ― [[ὡσαύτως]] εὐφημ., ἄν τι ξυμβῇ (δηλ. κακόν τι), ὁ αὐτ. 551. 15· ― [[καθόλου]], [[συμβαίνω]], εὑρίσκομαι, [[ὑπάρχω]], ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ Πλάτ. Κρατ. 398Β· ― [[ἀλλά]], β) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπροσ., [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι Ἡρόδ. 6. 103; πρβλ. 3. 50, Θουκ. 1. 1· [[ἄλλοτε]] [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη Γέλωνα [[νικᾶν]] Ἡρόδ. 7. 166, πρβλ. Θουκυδ. 8. 25, κτλ.· παρὰ Πλάτ. [[συχνάκις]] συμβαίνει [[εἶναι]] ἢ γίγνεσθαι, συμβαίνει νὰ [[εἶναι]], δηλ. [[εἶναι]], [[κάθαρσις]] [[εἶναι]] τοῦτο σ. Φαίδων 67C, πρβλ. Κρατ. 396Β· ὅσα ξυμβαίνει γίγνεσθαι καὶ ὅσα ξυμβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε· σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 1· [[μετὰ]] τοῦ [[ὥστε]], Σοφ. Τρ. 1152, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 5· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., σ. ὄν, γιγνόμενον Πλάτ. Σοφ. 224D, Φίληβ. 42D. γ) τὸ συμβεβηκός, τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Πλάτ. Παρμ. 128C, Δημ. 89. 27· οὕτω, τὰ συμβαίνοντα Ξεν. Κύρ. 1. 6. 43· τὰ συμβάντα Ξενοφ. Ἀν. 3. 1, 13· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος εἰληφέναι τὴν προσηγορίαν Πολύβ. 10. 28, 7· ― κατὰ συμβεβηκός, ἐκ συμβεβηκότος, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 5, κ. ἀλλ. (ἴδε κατωτ. IV)· οὕτω, τοῦ συμβαίνοντός ἐστι, [[εἶναι]] [[ὑπόθεσις]] καθημερινή, Ἰσαῖ. 47. 40. 2) συνάπτεται [[μετὰ]] ἐπιρρημάτων ἢ ἐπιθέτων, [[ἀποβαίνω]] κατά τινα τρόπον, ὀρθῶς σφι συνέβαινε ἡ [[φήμη]] ἐλθοῦσα Ἡρόδοτ. 9. 101· κακῶς, [[καλῶς]] ξυμβῆναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 63, Κύρ. Παιδ. 5. 4, 14, Εὐρ. Ι. Τ. 1055· τὰ ματρὸς ἔχθιστα συμβέβηκε Σοφ. Ἠλ. 262· [[ταῦτα]]... λαμπρὰ σ. [[αὐτόθι]] 1164· συμβεβᾶσιν οἱ λόγοι... ἀληθεῖς Εὐριπ. Ἑλ. 622· ἄπιστ’ ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 1· σ. μέγιστον κακὸν ἡ [[ἀδικία]] Πλάτ. Γοργ. 479C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 130C, Κρατ. 398Ε· τὸ [[μαντεῖον]] [[τοὐναντίον]] ξυνέβη Θουκ. 2. 17· τοιούτου ξυμβαίνοντος τοῦδε ὁ αὐτ. 1. 74· ξυνέβη τις αὐτοῖς [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. 4. 79· ― ἀπολ., [[ἀποβαίνω]] [[καλῶς]], Λατιν. succedere, ἢν ξυμβῇ ἡ [[πεῖρα]] ὁ αὐτ. 3. 3· εἴ μοι σ. τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 744Α. 3) ἐπὶ ἐπακολουθήματος, ἐπακολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ’ ὧν ἡ [[ἀσθένεια]] ξυμβαίνει Θουκ. 8. 45· κάλλιστον δ’ ἔργων ἡμῖν ξυμβήσεται ὁ αὐτ. 6. 33. β) ἐπὶ λογικῆς ἀκολουθίας, ἀκολουθῶ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], [[ἕπομαι]] ὡς [[συμπέρασμα]], [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ὡς ἐν Φαίδωνι 74Α, Γοργ. 459Β, κτλ.· σ. ἐκ τῶν κειμένων Ἀριστ. Τοπ. 8. 1. 17, κ. ἀλλ.· ― ἀπροσ., ἕπεται, ἀκολουθεῖ, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλάτ. Θεαίτ. 170C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Δημ. 792. 7· [[ὡσαύτως]], σ. ὅτι ἀδύνατον [ἐστί τι] Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 3. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὸ συμβεβηκὸς ἔχει πολλὰς σημασίας: 1) τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 6, Τοπ. 1. 5, 8, κ. ἀλλ.· κατὰ συμβεβηκός, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Φυσ. 2. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 1, κ. ἀλλ.· τῷ [[ἁπλῶς]], Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 2, 1, κ. ἀλλ.· τῷ φύσει, π. Ψυχ. 1. 3, 4. 2) πᾶν τὸ ἐνυπάρχον ἔν τινι, [[εἴτε]] ποιότητα ἐκφέρον [[εἴτε]] τυχαίαν ἰδιότητα ἀναγκαίως ἐπακολουθοῦσαν ἐκ τῆς ἐννοίας πράγματός τινος, [[ὥστε]] νὰ μὴ εἰσέρχηται εἰς τὴν οὐσίαν ἢ τὸν ὁρισμὸν [[αὐτοῦ]], [[οἷον]] τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 30, 4· διακρίνεται δὲ διὰ τῆς προσθήκης τοῦ καθ’ αὑτό, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22. 8, Τοπ. 1. 8, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. Trendel. de An. 1. 1. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> συνέβαινον, <i>f.</i> συμβήσομαι, <i>ao.2</i> συνέβην, <i>pf.</i> συμβέβηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> συνεβάθην, <i>pf.</i> συμβέβασμαι;<br /><b>I.</b> marcher ensemble :<br /><b>1</b> se tenir de façon que les pieds soient réunis, se tenir debout les pieds joints;<br /><b>2</b> se réunir, se rassembler avec, τινι ; συμβῆναι SOPH combattre de pied ferme;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> tomber d’accord : λόγοις συμβῆναι s’engager par des paroles EUR, se déclarer d’accord avec les paroles de qqn EUR ; σ. [[ἐς]] τὠυτό HDT tomber d’accord ; σ. καθ’ ὁμολογίαν THC <i>m. sign.</i> ; σ. [[πρός]] τινα s’entendre avec qqn, conclure un arrangement avec qqn ; σ. [[τι]] tomber d’accord sur qch ; οὐδὲν σ. THC ne tomber d’accord sur rien ; <i>Pass.</i> [[ἕως]] [[ἄν]] [[τι]] περὶ [[τοῦ]] πλέονος ξυμβαθῇ THC jusqu’à ce qu’une entente fût conclue sur l’affaire définitive (le point le plus important) ; ξυνέβησαν [[ἤν]] [[τις]] ἁλίσκηται, [[τοῦ]] λαβόντος [[εἶναι]] δοῦλον THC ils convinrent que si qqn était pris, il serait esclave de celui qui l’aurait pris;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’objets inanimés</i> s’adapter l’un à l’autre ; <i>en parl. du temps</i> se rencontrer, tomber juste, coïncider;<br /><b>3</b> s’accorder avec, répondre à, s’harmoniser avec, cadrer, être d’accord avec, τινι;<br /><b>4</b> <i>en parl. de sommes d’argent</i> faire ensemble, s’élever à;<br /><b>5</b> <i>en parl. d’événements et de situations</i> se rencontrer par hasard ; <i>en gén.</i> arriver, survenir, avoir lieu : [[τῶνδε]] [[ναμέρτεια]] σ. SOPH la vérification de cet oracle est arrivée ; τοιαῦτα ἀφ’ [[ὧν]] ἡ [[ἀσθένεια]] σ. THC des choses telles que la faiblesse corporelle en est la conséquence (des plaisirs énervants) ; avec le dat. : tomber en partage, échoir à ; <i>avec un dat. suivi d’un inf.</i> : [[αὐτῷ]] φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη HDT comme il était en exil, il lui arriva de remporter aux jeux olympiques le prix de la course en quadrige ; συνέβη Γέλωνα νικᾶν HDT il arriva que Gélon fut vainqueur ; <i>avec un nomin. accompagné d’un inf.</i> : [[κάθαρσις]] [[εἶναι]] [[τοῦτο]] συμβαίνει PLAT il arrive que c’est une purification ; avec un part. : [[ὀρθῶς]] [[σφι]] ἡ [[φήμη]] συνέβαινε ἐλθοῦσα HDT le bruit (de la victoire remportée à Platèe) se répandit, ainsi que la chose était vraie ; τὰ συμβαίνοντα événements, <i>particul.</i> circonstances accidentelles, cas imprévus ; τὰ συμβάντα, τὰ συμβεβηκότα <i>m. sign.</i> ; τὰ συμβεβηκότα ARSTT les accidents ; <i>joint à un adv.</i> : σ. [[καλῶς]] arriver heureusement, réussir ; σ. [[κακῶς]] arriver malheureusement, échouer ; <i>abs.</i> arriver heureusement, réussir : ἡ [[πεῖρα]] συμβαίνει THC l’expérience réussit;<br /><b>6</b> <i>en parl. de prédictions</i> se réaliser, s’accomplir ; profiter à, être d’un grand secours à, suivi de [[ὥστε]];<br /><b>7</b> <i>en gén.</i> être, exister, se trouver : ᾗ τὰ μητρὸς ἔχθιστα συμβέβηκεν SOPH à qui la conduite de la mère est échue comme la plus hostile, <i>càd</i> contre qui la conduite de la mère est devenue hostile au plus haut degré ; τοιούτου ξυμβάντος [[τούτου]] THC cela s’est produit ainsi.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βαίνω]].
}}
}}