3,270,353
edits
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντρέφω''': [[τρέφω]] [[ὁμοῦ]] ἢ [[προσέτι]], ἵππους Ξενοφ. Οἰκ. 5. 5, Ἀπομν. 4. 3, 6. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέφομαι [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Νόμ. 752C· ἐν τῷ αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· τινι, μετά τινος, Εὐρ. Ἑλ. 1036· τινι ἐκ παιδίου Ἰσαῖ. 78. 2· ἀπολ., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, [[οἷον]] οἱ κύνες, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, ἀναπτύσσομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τὸ ἡδὺ ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 8· ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ [[ζῆλος]] Πλουτ. Ἀλέξ. 8, πρβλ. Μάρ. 14, Ἀνθ. Π. 12. 42· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. 306. 24., 307. 23. 3) ἀνατρέφομαι, παιδεύομαι ἔν τινι, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι, πονηροῖς ἐθισμοῖς Διόδ. 1. 74., 2. 29, 60. 4) ἀναπτύσσομαι διὰ τῆς συνθέσεως διαφόρων οὐσιῶν, διοργανοῦμαι, ἐπὶ σωμάτων, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Τίμ. 75Α. | |lstext='''συντρέφω''': [[τρέφω]] [[ὁμοῦ]] ἢ [[προσέτι]], ἵππους Ξενοφ. Οἰκ. 5. 5, Ἀπομν. 4. 3, 6. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέφομαι [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Νόμ. 752C· ἐν τῷ αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· τινι, μετά τινος, Εὐρ. Ἑλ. 1036· τινι ἐκ παιδίου Ἰσαῖ. 78. 2· ἀπολ., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, [[οἷον]] οἱ κύνες, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, ἀναπτύσσομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τὸ ἡδὺ ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 8· ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ [[ζῆλος]] Πλουτ. Ἀλέξ. 8, πρβλ. Μάρ. 14, Ἀνθ. Π. 12. 42· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. 306. 24., 307. 23. 3) ἀνατρέφομαι, παιδεύομαι ἔν τινι, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι, πονηροῖς ἐθισμοῖς Διόδ. 1. 74., 2. 29, 60. 4) ἀναπτύσσομαι διὰ τῆς συνθέσεως διαφόρων οὐσιῶν, διοργανοῦμαι, ἐπὶ σωμάτων, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Τίμ. 75Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> nourrir <i>ou</i> élever ensemble, acc. ; <i>Pass.</i> croître <i>ou</i> grandir avec, τινι ; <i>en parl. de sentiments, d’habitudes</i> se développer avec, croître avec, τινι;<br /><b>2</b> donner de la consistance ; <i>Pass.</i> prendre de la consistance, se former, se constituer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |