συντρέφω

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρέφω Medium diacritics: συντρέφω Low diacritics: συντρέφω Capitals: ΣΥΝΤΡΕΦΩ
Transliteration A: syntréphō Transliteration B: syntrephō Transliteration C: syntrefo Beta Code: suntre/fw

English (LSJ)

A feed together or besides, ἵππον X.Oec.5.5, cf. Mem.4.3.6.
II Pass., to be brought up together, Pl.Lg.752c; ἐν τῷ αὐτῷ X.Cyr.6.4.14; συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως with them, E.Hel. 1036; τινὶ ἐκ παιδίου Is.9.30: abs., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, such as dogs, Arist.GA744b20.
2 of feelings, etc., to be bred up with, grow up with, become customary or familiar, [τὸ ἡδὺ] ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Plu. Alex.8, cf. Mar.14, AP12.42 (Diosc.); of diseases, Hp.Morb.Sacr. 8,ΙΙ.
3 to be educated in, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι πονηροῖς ἐθισμοῖς, D.S.1.74, 2.29,60.
4 grow by composition of different substances, to be organized, of bodies, Pl.Phd. 96b, Ti.75b; πυρὸς ἐν τόποις τισὶ -τρεφομένου Epicur.Ep.2p.52U.

French (Bailly abrégé)

1 nourrir ou élever ensemble, acc. ; Pass. croître ou grandir avec, τινι ; en parl. de sentiments, d'habitudes se développer avec, croître avec, τινι;
2 donner de la consistance ; Pass. prendre de la consistance, se former, se constituer.
Étymologie: σύν, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τρέφω, ook ξυντρέφω act. met acc. helpen te voeden. Xen. Mem. 4.3.6. med.-pass. intrans. samen (met...) opgroeien, met dat., met μετά + gen.; tegelijk opgroeien:. ἐν δὲ ταῖς καλουμέναις ἀγέλαις τῶν συντρεφομένων παίδων in de zogenaamde troepjes van jongens die tegelijk opgroeien Plut. Ages. 2.1. samen leven:. συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως je hebt samengeleefd met de dienaren van de koning Eur. Hel. 1036. zich (tegelijk) ontwikkelen, zich (tegelijk) vormen:; ἆρα... τὰ ζῷα συντρέφεται; is het zo dat (wanneer er broei ontstaat) de levende wezens zich tegelijk ontwikkelen? Plat. Phaed. 96b; abs.. τὸ ἀγριωπὸν τοῦ προσώπου συντρεφόμενον de woeste gelaatsuitdrukking die hij van nature had Plut. Mar. 14.2. vergroeid raken. Hp. overdr. vertrouwd raken (met); met dat.. (τὸ ἡδὺ) ἐκ νηπίου πᾶσιν ἡμῖν συντέθραπται het aangename is ons allen van kinds af aan vertrouwd Aristot. EN 1105a2.

German (Pape)

(τρέφω),
1 mit, zugleich, zusammen ernähren, aufziehen, τινί, mit Einem; συντέθραψαι προσπόλοισι βασιλέως, Eur. Hel. 1042; πῶλος ἥτις ἂν διαζυγῇ τῆς συντραφείσης, Troad. 665; ξυντραφέντες οἱ παῖδες, Plat. Legg. VI.752c; auch praes., mit aufwachsen, sich zusammen gewöhnen, überhaupt heranwachsen, ἡ γιγνομένη καὶ ξυντρεφομένη φύσις, Tim. 75a; Phaed. 96b; συντέτραφθε, Xen. Cyr. 6.4.14; συντετράφθαι, Plut. Agesil. 3; συντρεφόμενοι τοῖς μαθήμασιν, DS. 2.29.
2 von flüssigen Dingen, gerinnen machen, verdicken, und pass. gerinnen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συντρέφω:
1 вместе кормить, вместе воспитывать, вместе выращивать (τινάς Xen.); συντραφῆναι ἐν τῷ αὐτῷ Xen. вместе вырасти; συντετράφθαι τινί Eur. быть воспитанным вместе, т. е. быть близким с кем-л.;
2 внушать, воспитывать, прививать (συντεθραμμένος αὐτῷ ζῇλος Plut.): τὸ συντετράφθαι τῇς ἀγωγῆς Plut. привитые навыки или полученное воспитание; συντρεφόμενος ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις Diod. приучаемый к земледельческим занятиям;
3 образовывать, формировать: ἐξ ἀνάγκης συντρεφομένη φύσις Plat. развивающаяся по необходимым законам природа.

Greek (Liddell-Scott)

συντρέφω: τρέφω ὁμοῦπροσέτι, ἵππους Ξενοφ. Οἰκ. 5. 5, Ἀπομν. 4. 3, 6. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέφομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 752C· ἐν τῷ αὐτῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· τινι, μετά τινος, Εὐρ. Ἑλ. 1036· τινι ἐκ παιδίου Ἰσαῖ. 78. 2· ἀπολ., τὰ συντρεφόμενα ζῷα, οἷον οἱ κύνες, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 42. 2) ἐπὶ αἰσθημάτων, ἀναπτύσσομαι ὁμοῦ μετά τινος, τὸ ἡδὺ ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 8· ἐμπεφυκὼς καὶ συντεθραμμένος αὐτῷ ζῆλος Πλουτ. Ἀλέξ. 8, πρβλ. Μάρ. 14, Ἀνθ. Π. 12. 42· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. 306. 24., 307. 23. 3) ἀνατρέφομαι, παιδεύομαι ἔν τινι, ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις, τοῖς μαθήμασι, πονηροῖς ἐθισμοῖς Διόδ. 1. 74., 2. 29, 60. 4) ἀναπτύσσομαι διὰ τῆς συνθέσεως διαφόρων οὐσιῶν, διοργανοῦμαι, ἐπὶ σωμάτων, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Τίμ. 75Α.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυντρέφω Α τρέφω
1. τρέφω επί πλέον
2. τρέφω συγχρόνως
3. παθ. συντρέφομαι
α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον
β) εκπαιδεύομαι σε κάτι
γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται», Αριστοτ.)
δ) αναπτύσσομαι με τη σύνθεση διαφόρων ουσιών («ἐπειδὰν τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν σηπεδόνα τινὰ λάβῃ, τότε δὴ τὰ ζῷα ξυντρέφεται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συντρέφω: μέλ. -θρέψω,
I. τρέφω μαζί ή επίσης, σε Ξεν.
II. 1. Παθ., ανατρέφομαι μαζί, στον ίδ.· τινί, με κάποιον, σε Ευρ.
2. λέγεται για αισθήματα ή συναισθήματα, αναπτύσσομαι από κοινού με κάποιον, σε Αριστ., Πλούτ.· αναπτύσσομαι με τη σύνθεση διαφόρων ουσιών, συγκροτούμαι, αποκτώ οργανισμό, λέγεται για σώματα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -θρέψω
I. to feed together or besides, Xen.
II. Pass. to grow up together, Xen.; τινι with one, Eur.
2. of feelings or sentiments, to grow up with, Arist., Plut.: to be organised, of bodies, Plat.