Anonymous

συντροχάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντροχάζω''': ὡς τὸ [[συντρέχω]], [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]], Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.
|lstext='''συντροχάζω''': ὡς τὸ [[συντρέχω]], [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]], Ἀνθ. Π. 7. 417, Ἀνακρεόντ. 32. 3, Πλάτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― καὶ συντροχάω, Μανέθων 2. 492.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[συντρέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τροχάζω]].
}}
}}