Anonymous

συντάσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― διευθετῶ ἐν τάξει, θέτω εἰς τάξιν, [[μάλιστα]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[παρατάσσω]], ὡς τὸ [[διατάσσω]], Ἡρόδ. 7. 78, Θουκ. 8. 28, Ξεν., κλπ.· σ. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, [[παρατάσσω]] τὸ πεζικὸν εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν [[μετὰ]] τοῦ ἱππικοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 24, πρβλ. 4. 8, 28· ― Παθ., παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 191, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18, κτλ.· οὗτοι δὲ [[μάλιστα]] ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ ἀνεχώρησαν Θουκ. 3. 108· μεθ’ ὅπλων συντεταγμένοι Δημ. 585. 27· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, [[ὁμόσε]] χωρῶμεν συνταξάμενοι Ἀριστοφ. Λυσ. 452· τισι ἢ μετά τινων Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 15, Πόροι 2. 3, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 4, 21, κτλ.· ― ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] καὶ μεταβ., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα, παρατάξας τὴν φάλαγγα εἰς μέγα [[βάθος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 34· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, 2. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, εἶμαι [[σταθερός]], ἀποφασισμένος, συντεταγμένος στρατηγὸς [[αὐτόθι]] 4. 8, 22· [[περί]] τινος Διογ. Λ. 5. 65· [[οὕτως]], ἐπὶ τῆς διανοίας, πρὶν ξυνταχθῆναι... τὴν δόξαν, πρὶν ἢ συλλέξωσι τὰς σκέψεις των, Θουκ. 5. 9· ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι... [[φρόνησις]] οὖσα, πρὸς τὸν σκοπὸν τακτικῆς διευθετήσεως ἢ συγκροτήσεως, Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 4· [[ἔφοδος]] ἐνεργὸς καὶ σ. Πολύβ. 3, 19, 5. ΙΙ. διευθετῶ, τακτοποιῶ, συγκροτῶ, διοργανῶ, Λατ. constituere, τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Γοργ. 504Α· τὰ ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625C· ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30C· σύνοδον Πλουτ. Ἀντών. 71· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συσκευάζω]], [[συμπλέκω]], ψευδῆ κατηγορίαν Αἰσχίν. 52. 37, πρβλ. Δημ. 888. 26. ― Παθ., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, ὀργανικῶς ἡνωμένη [[μετὰ]] τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 903D, πρβλ. 817Ε· ὀλιγαρχικῶς συντετ. Ἀριστ. Πολιτ. 6. 1, 4· τί [[σημεῖον]] πολιτείας συντεταγμένης; ὠργανωμένης, συγκεκροτημένης, [[αὐτόθι]] 2. 11, 2· Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς, ἡνώθησαν [[μετὰ]] τῆς συμπολιτείας τῶν Ἀχαιῶν, Πλούτ. Ἄρατ. 24· οἱ συντεταγμένοι, οἱ συνωμόται, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. ― Μέσ., τακτοποιῶ, διευθετῶ δι’ ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τὰ σχέδιά μου περὶ τοῦ βίου μου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· [[ὡσαύτως]] διευθετῶ, διοργανῶ, τακτοποιῶ τὰς ὑποθέσεις, ἢ [[ἁπλῶς]], [[διατάσσω]], διευθετῶ, τὰ [[νόμιμα]] ἡμῖν συνετάξατο [ὁ [[νομοθέτης]]] Πλάτ. Νόμ. 626Α, πρβλ. 625Ε, 781Β· τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Λυκοῦργ. 162. 23. 2) ἐπὶ φορολογίας, [[ὁρίζω]] τὸν φόρον, [[ἐπιβάλλω]], [[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ρ΄ ταλάντων πρόσοδον Αἰσχίν. 67. 16. Παθ., διοργανοῦμαι πρὸς πληρωμὴν συνεισφορῶν, [[αὐτόθι]] 28, Δημ. 167. 6., 168. 21· [[ἀλλά]], τὸ συντεταγμένον, τὸ διωρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 10. ― Μέσ., [[παραδέχομαι]] τὸν τοιοῦτον διορισμὸν συνεισφορᾶς, Δημ. 815. 11., 838. 9· σ. τι εἴς τι, [[συνεισφέρω]], Αἰσχίνης 14. 33· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 3. 3) [[συντίθημι]], συντάττω [[διήγημα]], Πολύβ. 2. 40, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 4· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. ἐν «Φαίδρῳ» 263Ε, Πολύβ. 1. 3, 8· ἀπολ., [[γράφω]] [[βιβλίον]], ὁ αὐτ. 9. 2, 2· σ. ὑπόθεσιν, [[πραγματεύομαι]] [[περί]]..., Schäf. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 70. ― Παθ., [[προοίμιον]] ξυντεταγμένον εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 930Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 33. 4) μετ’ ἀπαρ., διατάττω, παραγγέλω, τινὰ ποεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 6, 8. Αἰσχίν. 31. 8. β) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[παραγγέλλω]], ἐπὶ ἰατροῦ, θεραπείαν σ. τινὶ Πλουτ. Περικλ. 13· νοσοῦντι κίχλην ὁ αὐτ. 2. 204Β. πρβλ. Διόδ. 1. 70· [[ὡσαύτως]], συντάξαι τί πρῶτον οἰστέον Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 3. ― Παθ., [[καθόλου]], παραγγέλλομαι, ὁρίζομαι, διατάσσομαι, ποῦ δὴ τοῦτ’ ἔστι ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις; Πλάτ. Νόμ. 634Β, πρβλ. 817Ε· [[ταῦτα]] τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Δημ. 251. 11. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συντάσσω]] λέξιν τινά, [[συνάπτω]] αὐτὴν ἑτέρα, γενικῇ ἢ [[μετὰ]] γενικῆς, Ba?t. and Schäf. Γρηγ. Κορινθ. 45· ― Παθ., Διογ. Λ. 7. 61· πρβλ. [[συντακτός]], [[σύνταξις]] Ι. 4. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συμφωνῶ [[ὁμοῦ]], πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου Δημ. 708. 18 σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 67, 1· μετ’ ἀπαρεμ., συνετάττετο [[κοινῇ]] πρεσβεύειν Δημ. 344, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 14. 33· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ, τὸ συντεταγμένον, τὸ συνταχθέν, [[συμφωνία]], Πολύβ. 3. 42, 9, κτλ.· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 2. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀποχαιρετίζω]] τινά, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 171, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 309, πρβλ. [[ἀποτάσσω]] ΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 140 κἑξ.
|lstext='''συντάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― διευθετῶ ἐν τάξει, θέτω εἰς τάξιν, [[μάλιστα]] ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, [[παρατάσσω]], ὡς τὸ [[διατάσσω]], Ἡρόδ. 7. 78, Θουκ. 8. 28, Ξεν., κλπ.· σ. πεζοὺς τῷ ἱππικῷ, [[παρατάσσω]] τὸ πεζικὸν εἰς τὴν αὐτὴν γραμμὴν [[μετὰ]] τοῦ ἱππικοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 24, πρβλ. 4. 8, 28· ― Παθ., παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 191, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 18, κτλ.· οὗτοι δὲ [[μάλιστα]] ξυντεταγμένοι παντὸς τοῦ στρατοῦ ἀνεχώρησαν Θουκ. 3. 108· μεθ’ ὅπλων συντεταγμένοι Δημ. 585. 27· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παρατάσσομαι εἰς γραμμήν, [[ὁμόσε]] χωρῶμεν συνταξάμενοι Ἀριστοφ. Λυσ. 452· τισι ἢ μετά τινων Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 15, Πόροι 2. 3, πρβλ. Ἀνάβ. 6. 4, 21, κτλ.· ― ἀλλὰ τὸ μέσ. [[εἶναι]] καὶ μεταβ., συνταξάμενος βαθεῖαν τὴν φάλαγγα, παρατάξας τὴν φάλαγγα εἰς μέγα [[βάθος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 34· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, 2. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, εἶμαι [[σταθερός]], ἀποφασισμένος, συντεταγμένος στρατηγὸς [[αὐτόθι]] 4. 8, 22· [[περί]] τινος Διογ. Λ. 5. 65· [[οὕτως]], ἐπὶ τῆς διανοίας, πρὶν ξυνταχθῆναι... τὴν δόξαν, πρὶν ἢ συλλέξωσι τὰς σκέψεις των, Θουκ. 5. 9· ἡ ἐπὶ τοῦ συντετάχθαι... [[φρόνησις]] οὖσα, πρὸς τὸν σκοπὸν τακτικῆς διευθετήσεως ἢ συγκροτήσεως, Ἄμφις ἐν «Φιλαδέλφοις» 1. 4· [[ἔφοδος]] ἐνεργὸς καὶ σ. Πολύβ. 3, 19, 5. ΙΙ. διευθετῶ, τακτοποιῶ, συγκροτῶ, διοργανῶ, Λατ. constituere, τὸ [[σῶμα]] Πλάτ. Γοργ. 504Α· τὰ ξυσσίτια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625C· ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 30C· σύνοδον Πλουτ. Ἀντών. 71· ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[συσκευάζω]], [[συμπλέκω]], ψευδῆ κατηγορίαν Αἰσχίν. 52. 37, πρβλ. Δημ. 888. 26. ― Παθ., ψυχὴ συντεταγμένη σώματι, ὀργανικῶς ἡνωμένη [[μετὰ]] τοῦ σώματος Πλάτ. Νόμ. 903D, πρβλ. 817Ε· ὀλιγαρχικῶς συντετ. Ἀριστ. Πολιτ. 6. 1, 4· τί [[σημεῖον]] πολιτείας συντεταγμένης; ὠργανωμένης, συγκεκροτημένης, [[αὐτόθι]] 2. 11, 2· Τροιζήνιοι σ. εἰς τοὺς Ἀχαιούς, ἡνώθησαν [[μετὰ]] τῆς συμπολιτείας τῶν Ἀχαιῶν, Πλούτ. Ἄρατ. 24· οἱ συντεταγμένοι, οἱ συνωμόται, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 7. ― Μέσ., τακτοποιῶ, διευθετῶ δι’ ἐμαυτόν, [[κάμνω]] τὰ σχέδιά μου περὶ τοῦ βίου μου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· [[ὡσαύτως]] διευθετῶ, διοργανῶ, τακτοποιῶ τὰς ὑποθέσεις, ἢ [[ἁπλῶς]], [[διατάσσω]], διευθετῶ, τὰ [[νόμιμα]] ἡμῖν συνετάξατο [ὁ [[νομοθέτης]]] Πλάτ. Νόμ. 626Α, πρβλ. 625Ε, 781Β· τὴν περὶ τοὺς νέους ἐπιμέλειαν Λυκοῦργ. 162. 23. 2) ἐπὶ φορολογίας, [[ὁρίζω]] τὸν φόρον, [[ἐπιβάλλω]], [[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ρ΄ ταλάντων πρόσοδον Αἰσχίν. 67. 16. Παθ., διοργανοῦμαι πρὸς πληρωμὴν συνεισφορῶν, [[αὐτόθι]] 28, Δημ. 167. 6., 168. 21· [[ἀλλά]], τὸ συντεταγμένον, τὸ διωρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 10, 10. ― Μέσ., [[παραδέχομαι]] τὸν τοιοῦτον διορισμὸν συνεισφορᾶς, Δημ. 815. 11., 838. 9· σ. τι εἴς τι, [[συνεισφέρω]], Αἰσχίνης 14. 33· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 3. 3) [[συντίθημι]], συντάττω [[διήγημα]], Πολύβ. 2. 40, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 4· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. ἐν «Φαίδρῳ» 263Ε, Πολύβ. 1. 3, 8· ἀπολ., [[γράφω]] [[βιβλίον]], ὁ αὐτ. 9. 2, 2· σ. ὑπόθεσιν, [[πραγματεύομαι]] [[περί]]..., Schäf. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 70. ― Παθ., [[προοίμιον]] ξυντεταγμένον εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 930Ε, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 33. 4) μετ’ ἀπαρ., διατάττω, παραγγέλω, τινὰ ποεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 6, 8. Αἰσχίν. 31. 8. β) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[παραγγέλλω]], ἐπὶ ἰατροῦ, θεραπείαν σ. τινὶ Πλουτ. Περικλ. 13· νοσοῦντι κίχλην ὁ αὐτ. 2. 204Β. πρβλ. Διόδ. 1. 70· [[ὡσαύτως]], συντάξαι τί πρῶτον οἰστέον Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1. 3. ― Παθ., [[καθόλου]], παραγγέλλομαι, ὁρίζομαι, διατάσσομαι, ποῦ δὴ τοῦτ’ ἔστι ταὐτὸν περὶ τὰς ἡδονὰς συντεταγμένον ἐν τοῖς νόμοις; Πλάτ. Νόμ. 634Β, πρβλ. 817Ε· [[ταῦτα]] τῷ ναυάρχῳ συνετάχθη Δημ. 251. 11. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., [[συντάσσω]] λέξιν τινά, [[συνάπτω]] αὐτὴν ἑτέρα, γενικῇ ἢ [[μετὰ]] γενικῆς, Ba?t. and Schäf. Γρηγ. Κορινθ. 45· ― Παθ., Διογ. Λ. 7. 61· πρβλ. [[συντακτός]], [[σύνταξις]] Ι. 4. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συμφωνῶ [[ὁμοῦ]], πάντα συνταξάμενοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ ταὐτομάτου Δημ. 708. 18 σ. πρὸς ἀλλήλους Πολύβ. 3. 67, 1· μετ’ ἀπαρεμ., συνετάττετο [[κοινῇ]] πρεσβεύειν Δημ. 344, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 14. 33· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. τύπῳ, τὸ συντεταγμένον, τὸ συνταχθέν, [[συμφωνία]], Πολύβ. 3. 42, 9, κτλ.· πρβλ. [[σύνταξις]] ΙΙ. 2. IV. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀποχαιρετίζω]] τινά, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 171, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 309, πρβλ. [[ἀποτάσσω]] ΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 140 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> ranger ensemble, arranger, disposer en un tout, acc. ; organiser de façon à faire entrer dans, à réunir à : ἀπόρους [[εἰς]] τὸ [[πολίτευμα]] PLUT faire entrer les indigents dans l’organisation politique ; <i>Pass.</i> se réunir à, entrer dans l’organisation de ; <i>abs., au Pass.</i> s’organiser, se concerter : [[οἱ]] συντεταγμένοι XÉN les conjurés ; <i>particul. :</i>;<br /><b>1</b> ranger en bataille : [[στράτευμα]] XÉN une armée ; πεζοὺς ἱππεῦσι σ. XÉN ranger l’infanterie en ligne avec la cavalerie ; <i>Pass.</i> avoir l’habitude d’être rangés;<br /><b>2</b> composer un ouvrage, acc.;<br /><b>3</b> combiner, machiner (une intrigue, un complot, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ordonner, prescrire : [[τί]] τινι prescrire un remède, des soins à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> συντάσσομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> ranger, disposer qch à soi (son armée, sa flotte, <i>etc.</i>) ; <i>en gén.</i> arranger, fixer, régler : νόμους PLUT les coutumes, les lois;<br /><b>2</b> composer (un discours, un livre, <i>etc.</i>) acc.;<br /><b>3</b> ordonner, prescrire;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se rapprocher de, se joindre à, se réunir avec : [[μετά]] τινος se ranger du côté de qqn ; <i>en parl. de choses</i> s’accorder;<br /><b>2</b> <i>particul. en parl. de troupes qui se rassemblent, au part.</i> ξυντεταγμένος qui est en bon ordre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τάσσω]].
}}
}}