Anonymous

σφαραγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰρᾰγέομαι''': ἀποθ., [[σίζω]] [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος, ὡς [[ὅταν]] ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, [[διότι]] οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. [[σφάραγος]].
|lstext='''σφᾰρᾰγέομαι''': ἀποθ., [[σίζω]] [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος, ὡς [[ὅταν]] ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, [[διότι]] οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. [[σφάραγος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. 3ᵉ pl. impf. épq. ion.</i> σφαραγεῦντο;<br />bruire ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pétiller, grésiller;<br /><b>2</b> bouillonner ; être débordant, être plein.<br />'''Étymologie:''' [[σφάραγος]].
}}
}}