3,274,916
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφᾰρᾰγέομαι''': ἀποθ., [[σίζω]] [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος, ὡς [[ὅταν]] ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, [[διότι]] οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. [[σφάραγος]]. | |lstext='''σφᾰρᾰγέομαι''': ἀποθ., [[σίζω]] [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος, ὡς [[ὅταν]] ῥίπτῃ τίς ὑγρόν τι ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ῥίζαι σφαραγεῦντο, αἱ ῥίζαι τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔσιζον [[μετὰ]] βρασμοῦ τινος (ὅτε ὁ Ὀδυσσεὺς ἐνέπηξε τὸν πεπυρωμένον μοχλόν), Ὀδ. Ι. 390. ΙΙ. σπαργῶ, σφριγῶ, εἶμαι [[πλήρης]] εἰς ὑπερβολήν, οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο, [[διότι]] οἱ μαστοὶ ἦσαν πλήρεις γάλακτος, «ἐβαροῦντο διὰ τὸ πρωΐας μὴ ἀμελχθῆναι» (Σχόλ.), Ι. 440. Πρβλ. [[σφάραγος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. 3ᵉ pl. impf. épq. ion.</i> σφαραγεῦντο;<br />bruire ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> pétiller, grésiller;<br /><b>2</b> bouillonner ; être débordant, être plein.<br />'''Étymologie:''' [[σφάραγος]]. | |||
}} | }} |