3,270,297
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συστᾰσιάζω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος [[στασιάζω]], ἐπαναστατῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ [[ὁμοῦ]] εἰς ἐπανάστασιν, [[συνδέω]] τινὰς [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14. | |lstext='''συστᾰσιάζω''': ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος [[στασιάζω]], ἐπαναστατῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ [[ὁμοῦ]] εἰς ἐπανάστασιν, [[συνδέω]] τινὰς [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=participer à un soulèvement ; être du même parti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στασιάζω]]. | |||
}} | }} |